Εμπνευσμένος από την αληθινή ιστορία της Τζόι Γουόμακ, της πρώτης Αμερικανίδας μπαλαρίνας που έγινε δεκτή στα περίφημα Μπαλσόι, ο Tζέιμς Νάπιερ Ρόμπερτσον γυρίζει κατά κάποιον τρόπο το αντι-Black Swan. Ναι, τα χορευτικά κινηματογραφούνται κυρίως με μεσαία και κοντινά πλάνα, όπως στην ταινία του Αρονόφσκι, με στόχο την εγγύτητα, υπάρχουν και τρικ που αλλοιώνουν τον ρεαλισμό της δράσης, ώστε να καταστεί σαφής η διάθεση του υποκειμένου. Η διαφορά του με την ταινία του Αρονόφσκι είναι ότι εκεί το πρόβλημα έγκειται στην ανταγωνιστική κουλτούρα που εισπράττεται από το άτομο, μεταβολίζεται ψυχοσωματικά και εκδηλώνεται επιθετικά, ενώ εδώ το πρόβλημα είναι το κλειστό σύστημα των Μπαλσόι και οι στρεβλώσεις του που εμποδίζουν τον χαρισματικό κύκνο να ανοίξει τα φτερά του. Εν ολίγοις, στον Αρονόφσκι η κόλαση είμαστε εμείς, στον Ρόμπερτσον είναι οι άλλοι, που μας επιβουλεύονται.

 

Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης προσεγγίζει την ιστορία ως underdog story, με τη διαφορά ότι το αουτσάιντερ εδώ δεν είναι ένας ιδιαίτερα συμπαθητικός χαρακτήρας. Ναι, η εμμονή της Τζόι να γίνει πρίμα μπαλαρίνα των Μπαλσόι και η θυματοποίησή της είναι τέτοιες που καταλαβαίνεις κι εκείνο τον θεατή που θα αγανακτήσει και θα αναφωνήσει έξαλλος «ας πήγαινες στα Κίροφ», αλλά αυτή η παραλλαγή της γνώριμης συνταγής δίνει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον στα δρώμενα. Κρίμα που ο Ρόμπερτσον νιώθει την ανάγκη να δίνει δίκιο στον χαρακτήρα, έστω και την ύστατη στιγμή, μέσα από σεναριακές ευκολίες που αφήνουν, τελικά, αλγεινή εντύπωση, ενώ στόχευαν στη συμπάθειά μας.