Με έναν μάλλον ψαρωτικό τίτλο που βασίζεται στο εύρημα της «τέχνης» ενός κατά συρροή δολοφόνου, οι Δολοφόνοι του Γκόγια πιθανότατα να αγαπηθούν από τους λάτρεις του αστυνομικού θρίλερ μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο, εκεί που η ταινία έχει πετάξει ήδη όλα της τα χαρτιά και καλείται να τα αναπτύξει στη συνέχεια. Τα συστατικά της περιλαμβάνουν σειρά φόνων με τα θύματα να παραπέμπουν στα Καπρίτσια, τη σειρά χαρακτικών του ζωγράφου Φρανθίσκο Γκόγια που λειτούργησε ως κριτική μιας διαρκούς κοινωνικής παρακμής και δυο εντελώς αταίριαστες συναδέλφους που αναλαμβάνουν τη διαλεύκανση της υπόθεσης κάτω από την πίεση του αρχηγού της αστυνομίας και των προσωπικών του συμφερόντων. Η ανάπτυξη δεν έρχεται ποτέ, καθώς η ύλη που χρησιμοποιείται ως δόλωμα, τα χαρακτικά του Γκόγια δηλαδή, δεν συνδέεται ουσιαστικά πουθενά με την επεξήγηση των γεγονότων λόγω του εμφανώς προχειρογραμμένου σεναρίου που αναλώνεται στην κόντρα των δύο πρωταγωνιστριών, μιας αλκοολικής μοναχικής παλιάς καραβάνας και μιας νεότερης φιλόδοξης γυναίκας που παλεύει να χωρέσει τις φιλοδοξίες της πλάι στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Η Μαριμπέλ Βερντού (γνωστή μας από τα Θέλω και τη Μαμά σου και Ο Λαβύρινθος του Πάνα) υποδύεται μάλλον βαριεστημένα την πρώτη, επηρεασμένη από τη μονοδιάστατη ματιά στον χαρακτήρα της και την έλλειψη του απρόσμενου στην εξέλιξη της ιστορίας.