Το Children’s Hour (1961) του Γουίλιαμ Γουάιλερ είναι μία από τις πληρέστερες ταινίες που γυρίστηκαν για τη διαβρωτική δύναμη του κουτσομπολιού, την ενδιάθετη επιθυμία μας να τσακίσουμε τον άλλο και, βέβαια, την επονομαζόμενη «κουλτούρα της ακύρωσης», που μπορεί να μην υπήρχε ως έννοια στα ’60s, μα αναφέρεται σε μια διαχρονική συνήθεια της συμπεριφοράς μας στο πλαίσιο όχλου, ανεξαρτήτως ηθικού προσήμου και πλεονεκτήματος. Ο λόγος που επικαλούμαστε εκείνη τη σπουδαία ταινία –οι φίλοι της Όντρεϊ Χέπμπορν δείτε τη χτες– δεν είναι μόνο για τις εμφανείς ομοιότητες και θεματικές που μοιράζεται με το Good Teacher αλλά για να εντοπίσουμε μια ειδοποιό διαφορά.

 

Η ταινία του Γουάιλερ διατείνεται ότι ακόμα και αν οι δύο καθηγήτριες που «κατηγορήθηκαν» για λεσβιακή σχέση μεταξύ τους πράγματι συνδέονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν (θα έπρεπε να) μας ενδιαφέρει και σίγουρα αυτό δεν σχετίζεται με το διδασκαλικό τους έργο. Αντίθετα, στο Good Teacher η ομοφυλοφιλία του κεντρικού ήρωα, ενός δασκάλου που κατηγορείται ότι παρενόχλησε μια μαθήτριά του, επιστρατεύεται από τον Τέντι Λούσι-Μοντέστ και τη συνσεναριογράφο του Οντρέ Ντιγουάν –ναι, αυτή του L’Evenement– για να μας πείσει για την αθωότητα του κεντρικού χαρακτήρα. Πέρα από την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του Α και του Β, πρόκειται (και) για εργαλειοποίηση της σεξουαλικής ταυτότητας και είναι ένας από τους ουκ ολίγους φαλτσαριστούς σεναριακούς ελιγμούς του σεναρίου που προσπαθεί να δώσει σαφείς, κάποτε απλουστευτικές απαντήσεις σε κάθε πολύπλευρο ζήτημα που ανοίγει, τουλάχιστον μέχρι το καίρια συμβολικό φινάλε του.

 

Ωστόσο, διαθέτει μια αρετή, πέρα από την πρώτη πραγματικά καλή ερμηνεία του Φρανσουά Σιβίλ, που το αναδεικνύει σε απαραίτητη προβολή. Ο τρόπος που ένας ιδεαλιστής (άρα και αφελής;) δάσκαλος που (προσπαθεί να) κάνει καλά τη δουλειά του και (μάλλον) τα καταφέρνει σταδιακά μετατρέπεται σε έναν κακό δάσκαλο καταδεικνύει αποτελεσματικά τις πλημμέλειες ενός εκπαιδευτικού συστήματος αφοσιωμένου κυρίως στην αποσόβηση νομικών και πάσης φύσεως ευθυνών των ενήλικων φορέων του και λιγότερο στη διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων. Και για ένα τέτοιο σύστημα καλός δάσκαλος είναι μόνο ο προσεκτικός δάσκαλος, με αυτόν τον διεστραμμένο τρόπο που γίνεται αντιληπτή η «προσοχή».