Το 2008, όταν ο Μάικλ Κίτον περνούσε για πρώτη φορά πίσω από τον φακό με το Merry Gentleman, η καριέρα του βρισκόταν στο ναδίρ και έπρεπε να γεννήσει ο ίδιος ρόλο της προκοπής αλλά πρωταγωνιστική ευκαιρία για τον εαυτό του. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το comeback του μοιάζει οριστικό και αμετάκλητο. Έχει πρωταγωνιστήσει σε δύο ταινίες που κέρδισαν Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, συμμετέχει συστηματικά σε παραγωγές υψηλού βεληνεκούς, έχει μια παινεμένη μίνι σειρά στο ενεργητικό του, το Dopesick, σύντομα θα υποδυθεί ξανά και τον Σκαθαροζούμη. Συνεπώς, το Knox goes Away είναι προϊόν κάποιου σκηνοθετικού σαρακιού που τον τρώει.

 

Όπως και στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του, ο Κίτον υποδύεται τον εκτελεστή. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι ο συγκεκριμένος εκτελεστής πάσχει από μια επιθετική μορφή εγκεφαλοπάθειας και σύντομα πρόκειται να ξεχάσει πώς να εκτελεί ακόμα και βασικές καθημερινές λειτουργίες. Προσπαθώντας να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του,  δέχεται επίσκεψη από τον αποξενωμένο γιο του, ο οποίος δολοφόνησε έναν άνθρωπο και ζητά την βοήθειά του. Η μάχη με τον χρόνο μόλις ξεκίνησε.

 

Τα βασικά στοιχεία για μια (τουλάχιστον) ενδιαφέρουσα κατάθεση στην κινηματογραφική μυθολογία των εκτελεστών υπάρχουν, μα το σενάριο αναλώνεται σε pulp υποπλοκές και σε μια αποκλειστικά πρώτου επιπέδου ίντριγκα, βασικό μέλημα της οποίας είναι  να αιφνιδιάσει τον θεατή με τις ανατροπές της. Αν και το σαξόφωνο βρυχάται, αν και ο πρωταγωνιστής πασχίζει να αποδώσει δραματικά το άχθος της τελευταίας ευκαιρίας, το περιεχόμενο απουσιάζει, οι ενέσεις ανωτέρας υποκριτικής από τους Αλ Πατσίνο και Μάρσια Γκέι-Χάρντεν δεν επαρκούν για να το αναπληρώσουν  και η συγκινησιακή φόρτιση του επιλόγου δεν δικαιολογείται από την ταινία που προηγήθηκε, έτσι όπως αναλώθηκε σε μια στείρα πραγματολογική καταγραφή. Κρίμα.