Μια φτωχή γυναίκα, η Στεφάν, επιδιώκει να επανασυνδεθεί με τον πλούσιο πατέρα της και τον επισκέπτεται στη βίλα όπου μένει, γνωρίζοντας έτσι και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Παρακολουθώντας τα πρώτα λεπτά της ταινίας του Σεμπαστιάν Μαρνιέ, θα ορκιζόσουν ότι επιχειρεί μια τυπική σαμπρολική κριτική (εκ του Κλοντ Σαμπρόλ) στη μεγαλοαστική τάξη, κινούμενος σε παρεμφερή τονικά, αισθητικά και θεματικά μονοπάτια. Το εύρημα του split screen εισάγεται νωρίς, για να τονίσει τη διάσπαση μεταξύ των μελών της οικογένειας, και, όταν ξεκινούν οι ανατροπές, τη διπροσωπία.

 

Όλα καλά ως εδώ, αλλά ξαφνικά οι χαρακτήρες αρχίζουν να φωνάζουν αδικαιολόγητα και οι ηθοποιοί να τους ενσαρκώνουν υστερικά, λες και παρεμβάλλονται πλάνα από ταινία του Ζουλάφσκι, κι εκεί αρχίζεις να ψυλλιάζεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Καθώς οι ανατροπές πολλαπλασιάζονται και γίνονται ολοένα και πιο εξωφρενικές –και αυτό συμβαίνει πολύ πριν φτάσουμε στην τραγελαφική τρίτη πράξη‒, αντιλαμβάνεσαι ότι ο Μαρνιέ έχει κάνει ένα θανάσιμο λάθος στην προσέγγισή του. Όλη αυτή η υπερβολή και η χοντροκοπιά θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν αν ο Γάλλος δημιουργός μεταχειριζόταν το υλικό σαν μαύρη κωμωδία – για μας εκεί εντοπίζεται η «αρχή του κακού», τουλάχιστον σε επίπεδο κινηματογραφικού αποτελέσματος. Προσθέστε και μια (από το δεύτερο μισό του έργου κι έπειτα εμφανώς) miscast Λορ Καλαμί και αντιλαμβάνεστε ότι τα redeeming qualities λιγοστεύουν σε μια ταινία η οποία έχει τόσο απωθητικούς χαρακτήρες και παίρνει τόσο σοβαρά τον εαυτό της, που φοβόμαστε ότι ούτε ως αβαρές θερινό crowdpleaser μπορεί να λειτουργήσει.