Το βασίλειο της Δαχομέης, όπου εξελίσσεται η ιστορία του φιλμ, είναι το σημερινό Μπενίν, μια μικρή έκταση της Δυτικής Αφρικής, που υπήρξε όμως μέρος έντονου αποικιοκρατικού ενδιαφέροντος. Εκεί έδρασε για αιώνες μια ατρόμητη ομάδα πολεμιστριών, οι Αγκότζι, κάτι σαν τις δικές μας Αμαζόνες – όχι τυχαία το προσωνύμιό τους ήταν «Αμαζόνες της Δαχομέης». Οι Αγκότζι υπηρετούσαν τον βασιλιά και ήταν επιφορτισμένες με το καθήκον της αντιμετώπισης των εχθρών του βασιλείου, αποτελώντας τον φόβο και τον τρόμο των αρσενικών αντιπάλων τους.

 

Βρισκόμαστε στο έτος 1823 και αρχηγός των Αγκότζι είναι η Νανίσκα, μια ρωμαλέα ηγετική φιγούρα που ελπίζει ότι ο νέος βασιλιάς θα αλλάξει τις συνήθειες των παλαιότερων, ώστε ο ηττημένοι να μην καταλήγουν στο σκλαβοπάζαρο με κατεύθυνση την Ευρώπη. Η Νανίσκα αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει μια νέα γενιά Αγκότζι, τόσο για να αντικαταστήσει μέλη που χάθηκαν σε μια μάχη που παρακολουθούμε στην εισαγωγή όσο και για να ενισχύσει την ομάδα εν όψει ενός επικείμενου πολέμου. Η εκπαίδευσή είναι σκληρή και η εκπαιδεύτρια αδιάλλακτη όσον αφορά τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν και τους κανόνες που πρέπει να τηρούν τα μέλη της ομάδας. Σκληρή πλην απαραίτητη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη γειτονική αυτοκρατορία Όγιο και τον στρατηγό της, τον Ομπά, στον οποίο και μόνο η ιδέα μιας γυναίκας πολεμίστριας προκαλεί αποστροφή.

 

Η ταινία έρχεται με ενθουσιώδεις κριτικές από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι περισσότερες εκ των οποίων υποστηρίζουν τη θριαμβολογία τους κυρίως με το επιχείρημα της εκπροσώπησης. Με δεδομένο ότι εδώ και χρόνια έχει διευρυνθεί σημαντικά τόσο η πρόσβαση δημιουργών, ηθοποιών και τεχνικών υποεκπροσωπούμενων ομάδων στις μεγάλες στουντιακές παραγωγές όσο και η αφήγηση ιστοριών άλλοτε εξορισμένων από το mainstream σινεμά, ίσως να έχουμε έρθει πια στην ευχάριστη θέση να μην εξαντλούμαστε στην ευγνωμοσύνη που κάποιος αφηγήθηκε μια ιστορία σαν αυτή ή στο πόσο diversified είναι το επιτελείο μπροστά και πίσω από τον φακό και να περιμένουμε και κάτι παραπάνω από αντίστοιχες παραγωγές.

 

Η Τζίνα Πρινς-Μπάιθγουντ, που μετά το «Old Guard» του Netflix αναλαμβάνει τα ηνία μίας ακόμα περιπέτειας, έλεγε στις συνεντεύξεις της ότι στόχευε στον ρεαλισμό και την ωμότητα, καθώς γύριζε την ταινία. Αν προσπαθήσεις πολύ, ίσως μπορέσεις να εντοπίσεις κάποιας μορφής ρεαλισμό μόνο όταν η δημιουργός αφιερώνει λίγο παραπάνω χρόνο στα ήθη και τα έθιμα της φυλής. Γενικότερα, πρόκειται για θέαμα ολωσδιόλου τεχνητό και κανένα πρόβλημα δεν έχουμε με αυτό, το αναφέρουμε μόνο επειδή το αποτέλεσμα αντιτίθεται στις εξαγγελίες και τη στοχοθεσία που η ίδια η Πρινς-Μπάιθγουντ έθεσε.

 

Όσον αφορά την ωμότητα, τα πάντα είναι «οικογενειακά» και καλογυαλισμένα. Αν το μέτρο σύγκρισης είναι η δράση στις ταινίες της Marvel π.χ., τότε, ναι, το Woman King είναι μια πιο σκληρή ταινία, αλλά μην περιμένετε να νιώσετε το αίμα στο πετσί, τη λάσπη στον λαιμό και τη σκόνη στα ρουθούνια, όπως σε σχετικά φιλμ του Μελ Γκίμπσον και του Ρίντλεϊ Σκοτ, στα οποία η ταινία αναφέρεται. Και σίγουρα μην περιμένετε ούτε την επική στόφα ούτε την τραχύτητα της δράσης τους. Τουλάχιστον η χορογραφία των μονομαχιών θα ικανοποιήσει τους φαν του είδους, έστω κι αν το μοντάζ δεν αναδεικνύει πλήρως τη δουλειά που έχει γίνει, χωρίς, όμως, και να την ακυρώνει, όπως συμβαίνει και πάλι εσχάτως, σε μια θλιβερή επαναφορά συνηθειών που ελπίζαμε ότι το είδος της δράσης είχε αφήσει για πάντα πίσω του με το πέρας των ’00s.

 

Kατά τα λοιπά, πρόκειται για μια απλή ιστορία, την οποία επιμέρους υποπλοκές επιχειρούν να κάνουν πιο σύνθετη και ίσως πιο αρεστή σε ένα κοινό συνηθισμένο στην κατανάλωση μυθοπλασίας τηλεοπτικής δραματουργικής λογικής και αφήγησης. Μια ανατροπή που έρχεται περίπου στη μέση του έργου επιχειρεί να προσθέσει και μια πρέζα σαιξπηρισμού στη συνταγή, μα στον ουρανίσκο μένει μια επίγευση σαπουνόπερας. Η σκηνογραφία και τα κουστούμια παραπέμπουν σε θέαμα ακριβότερο από τον διόλου ευκαταφρόνητο, αλλά μεσαίο για τα δεδομένα του Χόλιγουντ προϋπολογισμό της ταινίας, ενώ το σάουντρακ του τακτικού συνεργάτη του Σπάικ Λι, Τέρενς Μπλάντσαρντ, προσδίδει ένα καλοδεχούμενο, παλιομοδίτικο άρωμα στα δρώμενα, ενσωματώνοντας, φυσικά, το αφρικανικό στοιχείο.

 

Αφήσαμε για τον τέλος τη Βαϊόλα Ντέιβις. Η Αμερικανίδα ηθοποιός είναι από εκείνα τα ταλέντα που κάποιες φορές παρακολουθείς εν δράσει και νιώθεις, πραγματικά, ότι η οθόνη είναι πολύ μικρή για να τα χωρέσει. Δυστυχώς, άλλες φορές το (παρα)νιώθουν κι εκείνα και παθαίνουν Νόρμα Ντέσμοντ και καταλήγουν να υποτιμούν την ταινία, τους σκηνοθέτες τους, τους συνεργάτες τους κι εσένα μαζί που παρακολουθείς. Ευτυχώς εδώ δεν είναι μία από εκείνες τις φορές. Στο Woman King η Ντέιβις ανακάμπτει μετά τη μνημειώδη υποκριτική αστοχία της σειράς «The First Lady», προσαρμοζόμενη στο ύψος των περιστάσεων, αντί να σταθεί ψηλότερα από αυτές. Ή, έτσι κι αλλιώς, αυτές είναι τόσο «υψηλές» ‒στα χαρτιά τουλάχιστον‒ ώστε να ανταποκρίνονται στις ερμηνευτικές οκτάβες που η Ντέιβις προτιμά να σολάρει. Διαλέγετε και παίρνετε. Η ουσία είναι ότι ανταποκρίνεται πλήρως στην απαραίτητη σωματικότητα και διαθέτει το εκτόπισμα και την επιβλητικότητα που απαιτεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος σε μια ταινία του είδους, δίχως να το βροντοφωνάζει σε όλες τις σκηνές της. Κρίμα που δεν στήθηκε πάνω της μια πολύ καλύτερη ταινία του είδους.