Από το Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν και έπειτα ο Γκοντάρ εστιάζει σε ένα σινεμά αυστηρά δοκιμιακού χαρακτήρα, ολοένα και πιο εσωστρεφές, που κατέληξε να αποξενώσει μια μεγάλη μερίδα του κοινού του και να βρίσκει στέγη κυρίως στην αγκαλιά των πιο φανατικών οπαδών του και των φεστιβάλ. Έχοντας «αποχαιρετίσει τη γλώσσα» με την προηγούμενη ταινία του, στο Βιβλίο της εικόνας ο Γάλλος δημιουργός παραμερίζει εντελώς τον λόγο, εκμηδενίζει τη σημασία του ‒ όσα λέγονται σε off αφήγηση σε αρκετές περιπτώσεις δεν λειτουργούν καν συμπληρωματικά ή αντιστικτικά. Σημασία έχει η εικόνα, δηλαδή ένα κολάζ από βίντεο, όπου εικόνες από το σινεμά, συχνά φιλτραρισμένες ή διαβρωμένες ‒για κάποιον λόγο, φαντάζομαι‒ παντρεύονται με εικόνες από την πραγματικότητα.

 

Αν πρέπει να βρούμε ένα μοτίβο, αυτό (μάλλον) εντοπίζεται στην αντιπαραβολή πραγματικής και κινηματογραφικής βίας, λιγότερο για την ανεύρεση μιας αιτιώδους συνάφειας και περισσότερο για την ανάδειξη μιας αμφοτεροβαρούς, αλληλοσυμπληρούμενης σχέσης μεταξύ τους.

 

Επί της ουσίας, πρόκειται για συνέχεια των μετα-κινηματογραφικών του αναζητήσεων, ένα (μη;) σινεμά εγγύτερο στη video art, ακόμα πιο hardcore από τις τελευταίες του δημιουργίες, μα τουλάχιστον λιγότερο δημαγωγικό και με ένα συντρέχον (και μάλλον αθέλητο) παιχνίδι «μάντεψε την ταινία», που θα διατηρήσει το ενδιαφέρον εκείνου του σινεφίλ, ο οποίος θα βρει τη (μη;) φόρμα από επαναλαμβανόμενη ως αποτροπιαστική.