Τρεις παιδικοί φίλοι από τις φτωχογειτονιές της Μασσαλίας, η Μιριέλ, ο Φρανσουά και ο Ρενέ, απολάμβαναν τις νεανικές και εντελώς παράνομες παρασπονδίες τους, ώσπου αποφάσισαν να το κόψουν, μετά τη δολοφονία ενός κοσμηματοπώλη, και να μην ξανασυναντηθούν ποτέ. Τώρα ξαναβρίσκονται με αφορμή την απαγωγή του γιου της Μίριελ. Οι παλιοί ενώνουν τις δυνάμεις τους για να μαζέψουν τα λύτρα.

Ο Γκεντιγκιάν φτιάχνει βαρύ, συννεφιασμένο κλίμα σε ένα sui generis νουάρ, στην αγαπημένη Μασσαλία των πρώτων ταινιών του, με ήρωες που έχουν κίνητρο, αλλά δεν βρίσκονται ακριβώς σε φόρμα. Το κλειδί του ύφους και του στόχου του βρίσκεται στη τελευταία ρήση του φιλμ, μια αρμένικη παροιμία που περίπου λέει πως η εκδίκηση είναι σαν μια μύγα που κουτουλάει στο τζάμι, γιατί δεν μπορεί να διακρίνει την ορθάνοιχτη πόρτα της εξόδου. Το μυαλό των πρωταγωνιστών δεν οξυγονώνεται σωστά, διότι δεν προσέχουν τις κινήσεις τους και αστοχούν. Ο Γκεντιγκιάν αποδίδει ατμοσφαιρικά τους εξωτερικούς χώρους, αλλά δεν κρατάει πάντα το ενδιαφέρον γιατί οι χαρακτήρες του δεν είναι ενδιαφέροντες μέχρι το τέλος.