Δεύτερη ταινία για τον Μάκη Παπαδημητράτο μετά το βραβευμένο Τσίου, το προπέρσινο ντεμπούτο του στο σινεμά. Ξεκινάει με τους μικροκλέφτες, το έμψυχο υλικό του από την προηγούμενη ταινία του. Τους βάζει να τρώγονται για το τίποτε, να ασχολούνται με ασήμαντα πραγματάκια, να έχουν έναν μικρό στόχο για να τους βρίσκεται. Η απάθειά τους ακυρώνεται ανεπιστρεπτί όταν πάνε να σηκώσουν μια βίλα και για κακή τους τύχη το νέο ζευγάρι των γιάπηδων ιδιοκτητών επιστρέφει, επιδίδεται σε ένα όργιο και, μέσα στην κόκα και την υστερία, σκοτώνει κατά λάθος τη Ρωσίδα πόρνη που έχει φέρει για να σκοτώσει την ανία τους. Οι «κλέφτες» γίνονται μάρτυρες ενός φόνου και από εκεί που έψαχναν το χαρτζιλίκι για ανώδυνες διακοπές στο Άμστερνταμ, ψάχνουν τη λύση της επιβίωσής τους.

Πρόκειται για μια πιο φιλόδοξη και πλούσια ταινία από το μονόχνοτο και μάλλον βαρετό Τσίου (με το αχρείαστο, σεναριακά αμήχανο, ηθικοπλαστικά απλοϊκό φινάλε), όπου ο Παπαδημητράτος υιοθετεί την οπτική των δύο πρωταγωνιστών και τους τοποθετεί στην καρδιά του κτήνους, επιχειρώντας μια κόντρα στο ύφος, στην καρδιά της δικής του ταινίας. Ξεκινάει νατουραλιστικά και πιο ελεγχόμενα σε σχέση με ολόκληρο το Τσίου, με πειστικό τον ίδιο και θαυμάσιο τον Πέτρο Λαγούτη, στους ρόλους των δύο φίλων που διαφωνούν υπαρξιακά για την μπάζα που θα κάνουν, ψάχνοντας παράλληλα την ψυχολογική τους καταγωγή και τη λογική πίσω από τις διαφορές τους. Στο σπίτι το γυρίζει στην υπερβολή, προσομοιάζοντας το δαιμονικό ζευγάρι με το υλιστικό κακό και την αλαζονεία της ανηθικότητας.

Κατανοώ τη ρήξη και τις προθέσεις του Παπαδημητράτου, ωστόσο το μακρόσυρτο κομμάτι της σκηνοθετημένης παρτούζας δεν απογειώνεται και ενοχλεί για τους λάθος λόγους. Χρειαζόταν την απόκοσμη απειλή ενός Χάνεκε και όχι τέρμα τα γκάζια. Μάλλον το πήγαινε για ένα αστικό ξεβόλεμα και μια συνειδητοποίηση της αλάνθαστης επιβολής του συστήματος και της τάξης έναντι της μη μετρήσιμης (άρα και μη υπολογίσιμης) ανθρωπιάς δύο τυχαίων φτωχοδιαβόλων. Όταν έχασε το χιούμορ της η υπόθεση, κινηματογραφικά μεταφράστηκε σε μια καταγγελία σαν τις άλλες, μεγαλόστομη και τραβηγμένη. Και επειδή το σχετικό εδάφιο είναι πολύ μεγάλο σε διάρκεια, καπελώνει το έργο και δεν το αφήνει αναπνεύσει στο έξυπνο φινάλε του, που μοιάζει με φονικό σιγαστήρα και δένει με την αρχή. Το υποκριτικό ξεστράτισμα της Αλικάκη χρεώνεται εξολοκλήρου στον σκηνοθέτη, καθώς ήθελε σαφώς να πάει μακριά, χωρίς όμως να χτίσει μια ενότητα και ένα σαφέστερο στόχο, όπως κάνει ο Οικονομίδης στις ταινίες του.

Ο Παπαδημητράτος δεν είναι τυχαίος, πιστεύω, στο ελληνικό σινεμά. Διαβάζει με συμπάθεια και εφευρετικότητα το λούμπεν χωρίς να το περιθωριοποιεί συναισθηματικά. Χύνει μαύρες σταγόνες χιούμορ σε πρωταγωνιστές που φαίνεται πως συμπονά και κατανοεί, αλλά δεν προστρέχει στην πάση θυσία διάσωσή τους, όταν εκείνοι δεν είναι σε θέση να τη δουν μπροστά τους (δείγμα αντίληψης του δράματος). Χρειάζεται δούλεμα στα σενάρια και πιο συγκροτημένη σκηνοθετική ματιά, αν υποθέσουμε πως επιθυμεί να βαδίσει στο ίδιο θεματικό μονοπάτι.