Cosplay κοινωνικής ανατομίας, ενδεικτική του συναισθηματικού σχίσματος στο σινεμά του Λάνθιμου, η Κινέττα είναι ο αρχικός σταθμός μιας εντυπωσιακής 20ετίας, και το πρώτο μέρος της τριλογίας του παιχνιδιού των ρόλων, πριν τον Κυνόδοντα και τις Άλπεις.

 

Είδα την «Κινέττα» για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Τορόντο, μετά από προτροπή του αείμνηστου Δημήτρη Εΐπίδη, ο οποίος την είχε προτείνει ως programmer. «Δεν μου άρεσε πολύ, αλλά αξίζει τον κόπο, δείχνει στοιχεία αξιολογότατου σκηνοθέτη», μου είχε πει, βλέποντας μπροστά – αυτή ήταν η δουλειά του, και είχε δίκιο. Περισσότερο από αστυνομικό θρίλερ, ο λοξός φόρος τιμής του Γιώργου Λάνθιμου –στην προ Ευθύμη Φιλίππου φάση του– στην καλύτερη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, την «Αναπαράσταση», είναι η ανατομία ενός εγκλήματος ή, για να ακριβολογούμε, πολλών φόνων που προσπαθεί να εξιχνιάσει ένας αστυνομικός ο οποίος έχει κόλλημα με τις Ρωσίδες, αδυναμία στα αυτοκίνητα και πάθος με τα κασετόφωνα. Επιστρατεύοντας μια καθαρίστρια ξενοδοχείου, έναν videographer κι έναν υπάλληλο φωτογραφείου, ο ασυνήθιστος αυτός τύπος συστήνει μια ομάδα που υποτίθεται πως εργάζεται καθημερινά για να ξεσκεπάσει την αλήθεια, αν και περισσότερο μοιάζει να βγάζει συλλογικά και ατομικά τα ανεξιχνίαστα απωθημένα της ως αυτοσχέδιος θίασος μοναχικών ψυχών στη σκιά ενός εγκαταλειμμένου θερέτρου που μοιάζει με υποσημείωση της ζώνης του λυκόφωτος. Η παρακμιακή λουτρόπολη μετά βίας στέκει στα πόδια της, μεταφορά μιας Ελλάδας στα πρόθυρα μεγάλης κρίσης και συμβολικής ερήμωσης. Με παραστάτη τον φωτογράφο (ο Άρης Σερβετάλης, όταν ακόμη ήταν ένα υπολογίσιμο ερμηνευτικό όργανο), τα μέλη του θιάσου επαναλαμβάνουν κινήσεις χορογραφημένα και μηχανικά, όχι τόσο ως εκδηλώσεις προθέσεων που δεν θα μάθουμε ποτέ ακριβώς από το ερμητικό σενάριο αλλά ως υποδοχείς μιας ομιχλώδους κατάστασης, νοσηρής και μεταδοτικής σαν πανώλη.  

 

Η «Κινέττα» είναι αίσθηση, φάντασμα ταινίας που διαψεύδει αργά και σταθερά τις προσδοκίες, ενδεικτική της αλλεργίας του Γιώργου Λάνθιμου στη σαφή ταξινόμηση και στεγνό ρεαλισμό. Από νωρίς, ο Έλληνας σκηνοθέτης ανοίγει τα χαρτιά του όσον αφορά τη δυσφορία του απέναντι στο κλισέ της κινηματογραφικής πραγματικότητας στο genre cinema. Από την άλλη, το καδράρισμα, η ελλειπτικότητα των διαλόγων, η έντονη σωματικότητα και η πριμοδότηση των ρεφλέξ και του ενστίκτου έναντι του συναισθήματος δείχνουν την επιλογή του για αφαίρεση σε ένα πρώιμο στάδιο, προτού αναπτύξει τη ζωτική ζώνη του σουρεαλιστικού χιούμορ και της στερεότερης δομής που θα απογείωνε την ενέργεια των επόμενων ταινιών του. Είναι μια θλιμμένη χειρονομία η «Κινέττα», το προσωπικό, κυρίως visual δοκίμιο ενός νέου και αποφασισμένου δημιουργού που ένιωσε την ανάγκη να δραπετεύσει από τις ατραπούς της στενής τοπικής βιομηχανίας (διαφήμιση, βιντεοκλίπ, η παραγγελία της ταινίας του Λάκη Λαζόπουλου), κάνοντας μια αλληγορική mise en scène του χρεοκοπημένου περίγυρού του.