Η Τζεν Κόρνφελντ (Κάθριν Χάιγκλ) είναι σίγουρη ότι δεν θα ξαναερωτευτεί ποτέ. Μετά τον πρόσφατο και ξαφνικό χωρισμό της, έχει πάρει απόφαση ότι αυτό το κεφάλαιο της ζωής της έχει κλείσει. Όταν, όμως, απρόθυμα θ' ακολουθήσει τους γονείς της σ' ένα ταξίδι στη γαλλική Ριβιέρα, η Τζεν θα γνωρίσει τον άντρα των ονείρων της, τον όμορφο, γοητευτικό κι αρρενωπό Σπένσερ Έιμς (Άστον Κούτσερ). Τρία χρόνια αργότερα, το πιο ανέφικτο όνειρο της Τζεν έχει γίνει πραγματικότητα: εκείνη κι ο Σπένσερ είναι νεόνυμφοι και ζουν την ιδανική ζωή στα προάστια. Τουλάχιστον μέχρι τη μέρα μετά τα τριακοστά γενέθλια του Σπένσερ, όταν οι σφαίρες αρχίζουν να πέφτουν σαν το χαλάζι. Στην κυριολεξία. Απ' ό,τι φαίνεται, ο Σπένσερ ξέχασε ν' αναφέρει στην Τζεν ότι είναι, επίσης, ένας διεθνής υπερκατάσκοπος και τώρα ο τέλειος κόσμος της έχει έρθει τα πάνω-κάτω. Καθώς έρχεται αντιμέτωπη με το γεγονός ότι ο άντρας της είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος, η Τζεν αποφασίζει ν' ανακαλύψει τι άλλο μπορεί να της έχει αποκρύψει ο Σπένσερ. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να γλιτώσει από τις σφαίρες, να κρατήσει τα προσχήματα με τους γείτονες, να χειριστεί τα πεθερικά της... και να ξαναβρεί τη χαμένη της εμπιστοσύνη.

Η ταινία του Λούκετιτς θέλει να συλλάβει πολλές αντιθέσεις: μια γυναίκα παντρεύεται έναν άνδρα και δεν γνωρίζει τίποτε για το παρελθόν του - τόσο απελπισμένη ήταν όταν τον ερωτεύτηκε. Στο όμορφο πρόσωπο του Άστον Κούτσερ, ο Σπένσερ είναι ένας κατάσκοπος που δεν φαίνεται καθόλου για επικίνδυνος, εκπαιδευμένος δολοφόνος, με τέτοιες επιτυχίες στο επάγγελμα του που η οικειοθελής αποχώρησή του δεν γίνεται ποτέ εντελώς αποδεκτή από την υπηρεσία του. Τα πεθερικά του, ένας καχύποπτος πιλότος και η αφασική, αλκοολική σύζυγός του, δεν είναι τόσο αποστασιοποιημένοι όσο δείχνουν. Και το κυριότερο, η ήσυχη μικρή πόλη δεν απαρτίζεται από τόσο φιλήσυχους και αθώους κατοίκους. Όταν αποκαλύπτεται πως ο Σπένσερ είναι επικηρυγμένος, ο καθένας από τους κατοίκους του βαρετού προάστιου γίνεται πιθανός εκτελεστής για να εισπράξει την τεράστια αμοιβή των 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Εκεί ποντάρει ο Λούκετιτς για να γυρίσει το φωτογενές μπλα μπλα του πρώτου μέρους σε ένα απροσδόκητο πιστολίδι. Η επιρροή από το Κύριος και Κυρία Σμιθ βγάζει μάτια.

Ωστόσο, η τύχη της ταινίας του κρίνεται κυρίως από την άγρια χημεία των πρωταγωνιστών και εδώ τα πράγματα σκουραίνουν. Ο Κούτσερ είναι φυσικός ηθοποιός αλλά αμβλύς και αρκετά απασχολημένος με το γυμνασμένο σώμα του και την τέλεια φράντζα του. Η Χάιγκλ προσπαθεί να ξεφύγει από τη μονοτονία των ρομαντικών της ρόλων, αλλά εξαργυρώνει τη δυσχέρεια του χαρακτήρα της σε ερμηνευτική δυσκοιλιότητα, παρά τη σούπερ σκηνή της πρώτης γνωριμίας τους στο ασανσέρ, όπου εκείνη καταπίνει ένα Μαλόξ και μέχρι το βράδυ έχει μουδιάσει μέσα στη λαχτάρα της. Η τροπή του σεναρίου που επιχειρεί να μετατρέψει μια anytown σε ένα άντρο δολοφόνων έχει την πλάκα της ως ένα σημείο: οι επιθέσεις αποκτούν μια αυθαίρετη λογική, συνεπώς μια μηχανική παρουσία που δεν είναι καν αστεία στην επανάληψή της. Η επωδός είναι η έλλειψη μεταξύ του ζευγαριού, ιδέα ξαναζεσταμένη χιλιάδες φορές και χλιαρή στο σερβίρισμά της. Αυτοί που θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί περισσότερο είναι οι γονείς της νύφης. Ο Τομ Σέλεκ έχει μια παχιά απάθεια που εγκυμονεί εκπλήξεις και η Κάθριν Ο' Χάρα έχει δείξει πόσο σουρεαλιστικά παίζει όταν ο σκηνοθέτης γνωρίζει πώς να αποσπάσει την τρέλα μέσα από τα απαλά της χαρακτηριστικά - στην περίπτωσή της, ο Κρίστοφερ Γκεστ, στα παραγνωρισμένα mockumentaries του. Προφανώς, αυτό είναι πρόβλημα του Killers. Ο Ρόμπερτ Λούκετιτς είναι ένας ικανός οργανωτής σκηνών που τις λαδώνει και τις φιλμάρει με αποτελεσματικότητα, ενώ μια τέτοια ταινία χρειάζεται έναν σκηνοθέτη με οίστρο και διάθεση για ρίσκο. Ή μυαλό και πένα, γι' αυτό και οι Αδιακρισίες παραμένουν η καλύτερη κωμωδία κατασκοπείας που είδαμε τα τελευταία χρόνια.