Η Έμμα τη βρίσκει στη μοναχική της ανέχεια κάπου στην εξοχή, με τον ίδιο τρόπο που επιδιώκει τον οργασμό πάνω στη σέλα του μοτοποδηλάτου της και μιλάει στα γουρούνια πριν τα σφάξει με τρυφερότητα. Ο Μαξ, πωλητής αυτοκινήτων, χορτοφάγος και λάτρης της μουσικής, μαθαίνει πως του απομένει λίγος χρόνος ζωής, καθώς έχει καρκίνο στο πάγκρεας. Παίρνει μια Τζάγκουαρ και προσγειώνεται ανώμαλα στο σπίτι της Έμμα, παίρνοντας προσωρινή παράταση. Η συμβίωσή τους είναι ένα χαμογελαστό διάλειμμα και μια ερωτική αποκάλυψη. Ενώνοντας τις μοναξιές τους, παρακάμπτουν τις αντιστάσεις και γνωρίζουν το ρεαλιστικό πρόσωπο της αγάπης, χωρίς εκκεντρικότητες, στο περιθώριο των συμβάσεων. Ο χρόνος τους απειλεί και κανείς δεν τους καταλαβαίνει. Η Έμμα ανθίζει και ο Μαξ εισπνέει το οξυγόνο που τόσα χρόνια αγνοούσε. Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή όπως λέει και ο στίχος της Παπαγιαννοπούλου που μου ήλθε στο μυαλό βλέποντας την ταινία. Αξιοθαύμαστος είναι ο τρόπος που ο Τάντικεν σεβάστηκε το ρόλο των δύο πρωταγωνιστών, όχι ατενίζοντας από τον πύργο των αισθαντικών ποιητών, αλλά βλέποντάς τους από τη χαμηλή θέση των αληθινών ανθρώπων, προσθέτοντας αισιοδοξία σε μια καταδικασμένη σχέση. Ένα αθόρυβο, μικρό κομψοτέχνημα.