Πληρέστερη από την πρώτη του ταινία Όλο το Βάρος του Κόσμου, η Διόρθωσητου Θάνου Αναστόπουλου είναι με τη σειρά της μια διορθωτική κίνηση απλότητας και ευθύτητας στην (προβληματική) προβληματική του ελληνικού, ας πούμε καλλιτεχνικού κινηματογράφου. Ο διαχωρισμός είναι όψιμος και οφείλεται στην εμφανή πλειοψηφία των κωμωδιών και των παραλλαγών στο ίδιο θέμα, σε αντίθεση με τη φτωχή παραγωγή που προέρχεται από κρατικά κεφάλαια, η οποία γίνεται ακόμη πιο αόρατη από τη μικρή διανομή και το πενιχρό ενδιαφέρον του κόσμου γι' αυτήν.

Η Διόρθωσηείναι μια άρτια ταινία, που καταπιάνεται με ένα θέμα και το φέρνει εις πέρας, με σενάριο που αντανακλά τις δυναμικές στην αθηναϊκή κοινωνία και αποκαλύπτει μια αστική ένταση στον κόσμο του περιθωρίου. Εκεί καταλήγει αναγκαστικά ο πρωταγωνιστής (εύγλωττος, έντονος και ευθύβολος ο Γιώργος Συμεωνίδης) βγαίνοντας από τη φυλακή. Η διαβίωσή του δεν απέχει πολύ από τα όρια της ανέχειας και το βάσανό του είναι να επανορθώσει το κακό που έκανε στην οικογένειά του μετά το τίμημα που πλήρωσε εκτίοντας την ποινή του.

Η Διόρθωσηδείχνει τις δυο όψεις μιας αδικίας: Αυτήν που η κοινωνία επιβάλλει στον ένοχο και την άλλη, την πιο βαριά, που ο «ελεύθερος» πια κουβαλάει σαν ερινύα και τον στοιχειώνει. Ένας πυρήνας ανθρώπων μέσα στο πολύβουο κέντρο, οι ήρωες του φιλμ παλεύουν και είναι εκείνοι που δεν πρωταγωνιστούν στο φιλμ που ξετυλίγεται καθημερινά στην ελληνική τηλεόραση.

Παίρνοντας ως αφορμή το θάνατο ενός Αλβανού μετά τη λήξη του αγώνα της εθνικής ομάδας μας του ποδοσφαίρου με την Αλβανία πριν από μερικά χρόνια, ο Αναστόπουλος δεν ασχολείται παρά έμμεσα με τις ιδεολογικές συγκρούσεις ανάμεσα στους ξένους και τους πατριώτες, τους μετανάστες και τους ρατσιστές, αλλά θίγει τις συνέπειες της διάδρασής τους μέσα από τη σιωπηλή διαδρομή ενός θύματος της «κακιάς της ώρας». Βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και, αν και μέτοχος ενός εγκλήματος που έκανε και ομολόγησε, κρίθηκε συνολικά και αυστηρά για μια και μόνο πράξη - θέμα με το οποίο ασχολήθηκε διεξοδικά το DeadManWalkingτου Σον Πεν. Πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από τα γεγονότα, στην ανθρωπιά και τη σκληρότητα, στην υποδοχή που επιφυλάσσει η πόλη στους ενεργούς αλλά αθέατους κατοίκους της, στην έλλειψη ευαισθησίας στην προσαρμογή τους. Το πρόβλημα είναι το μετά, το πώς και το αν μια ζωή έρχεται στα ίσα της και κατά πόσον αυτοί που έμειναν πίσω είναι ικανοί να αποδεχθούν τη σκιά και να δώσουν τόπο στη βίαιη αποκόλληση και το στίγμα.

Ο σκηνοθέτης έχει ακούσει σωστά και εύστοχα την υπόθεση της ταινίας του, αλλά μετά την πρώτη ώρα ξεμένει από πράγματα να πει. Διαθέτει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ωστόσο, πράγμα που έδειξε και στην πρώτη και πιο φιλόδοξη ταινία του, και εδώ προχωράει πιο στέρεα, αν και αργά.