Το Λονδίνο του Σον Έλις στην ταινία Διχασμένη είναι στιλπνό και οι ήρωές του συμπεριφέρονται μελαγχολικά. Κανείς δεν φαίνεται ευχαριστημένος, εκτός από τη σκηνή των γενεθλίων του πατέρα της ηρωίδας, υψηλόβαθμου στελέχους στην αμερικανική πρεσβεία στο Λονδίνο. Η Τζίνα ΜακΒέι, μαζί με το φίλο της (Μελβίλ Πουπό), τον αδελφό της και τη φίλη του, του κάνουν έκπληξη και η βραδιά κυλάει ευχάριστα, ώσπου ο μεγάλος καθρέφτης που δεσπόζει στην σαλοτραπεζαρία πέφτει και σπάει μεγαλοπρεπώς. Μετά την αμηχανία των καλεσμένων, που διακόπτεται από ένα νευρικό γέλιο ανακούφισης, ξεκινάει η αμηχανία του θεατή (ευτυχώς όχι και της ταινίας, μιας και ο Έλις ξέρει τη δουλειά του), γιατί για αρκετή ώρα δεν είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει την εξέλιξη. Η Τζίνα νομίζει πως έχει δει μια γυναίκα που της μοιάζει, η μία φαίνεται να ακολουθεί την άλλη και η φωτογραφία που βρίσκει απεικονίζει εκείνη και τον πατέρα της. Στην επόμενη σκηνή η Τζίνα τρακάρει και, ευτυχώς, διαφεύγει τον κίνδυνο, όχι όμως και τους παράξενους εφιάλτες. Με τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του δυστυχήματος και κυρίως του τι προηγήθηκε. Ανησυχεί γιατί δεν αναγνωρίζει το φίλο της στο διαμέρισμα και νομίζει πως είναι κάποιος άλλος, και, όταν το εκμυστηρεύεται στο γιατρό της, εκείνος την παραπέμπει σε περαιτέρω εξετάσεις.

Ο Έλις κρατάει την εισροή πληροφοριών στο ελάχιστο. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να μας εισάγει σε ένα σύμπαν αμφιβολίας: πάσχει η Τζίνα, άραγε, από ένα σπάνιο σύνδρομο που προκλήθηκε από την κρανιοεγκεφαλική κάκωση ή βρισκόμαστε προ των πυλών μιας παράνοιας που συγγενεύει με το φανταστικό; Όταν η υποκειμενική ματιά μετατοπίζεται από τη Χέντι στον Ρίτσαρντ Τζένκινς, και διαπιστώνουμε πως ο σπασμένος καθρέφτης ή, τουλάχιστον, η αλληλουχία των παράξενων φαινομένων που συνδέονται χρονικά με το συγκεκριμένο περιστατικό προκαλούν την εμφάνιση του Άλλου σε παραπάνω από ένα πρόσωπα (δεν θα πω άλλα), έχουμε πλέον ένα θρίλερ στα χέρια μας -δηλαδή στην οθόνη- όπου το κακό κάνει την εμφάνισή του σταδιακά, σε όλους τους χαρακτήρες.

Όπως όλα τα ενήλικα ψυχολογικά paranormal παρόμοιας φλέβας, η εξήγηση είναι περιττή, μάταιη και εκτός θέματος, όπως η σύμβαση πως στο Star Trek οι γήινοι ζουν με τους Βουλκάνιους και διακτινίζονται στο διάστημα. Δεν ακολουθεί τον αντιπερισπασμό με casual διαλόγους, ούτε υπονομεύει με ιδιότροπη πλάκα την ουσία του, όπως το Μωρό της Ρόζμαρι του Πολάνσκι. Είναι αγέλαστο και βλοσυρό, διακατέχεται από μια νωθρή μελαγχολία και ποντάρει σε μια ατμόσφαιρα που βράζει σε ψυχρά χρώματα και λείες επιφάνειες. Εμπνέεται εμφανώς από ταινίες όπως οι Άνθρωποι του Τρόμου (χωρίς τους σπόρους που γεννάνε τους σωσίες), τον Εξορκιστή (στις ακτινογραφίες που δεν αιτιολογούν τα ψυχικά φαινόμενα), το Ψυχώ (σε ένα φόνο στο μπάνιο σε παραλλαγή), τον Έντγκαρ Άλαν Πόου, και την κινηματογραφική παράδοση των φιλμ πάνω στους doppelgangers, από τους Διχασμένους μέχρι τα βρετανικά θρίλερ της τηλεόρασης.

Οι πολλαπλές επιρροές σαφώς αποδεικνύουν πως ο Έλις δεν έχει εφεύρει την πυρίτιδα αλλά, παράλληλα, δεν καταπιέζεται από την υπάρχουσα φιλολογία, προχωράει υπομονετικά με τη δική του ιστορία, και μέσα από τη σκηνοθετική του μηχανική, εισχωρεί με ποικιλία βλεμμάτων και λιτές εκφράσεις στην αγωνία ενός ανθρώπου μυστηριωδώς αλλοτριωμένου από μια άλλη δύναμη - ας θυμηθούμε την αναποτελεσματική και μπερδεμένη φλυαρία που τσάκισε το Forgotten με την Τζουλιάν Μουρ. Το τελευταίο εικοσάλεπτο, ενώ δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες, προσφέρει μια ανατροπή που εντείνει την αγωνία της Τζίνα και φωτίζει τη αντίθετη πορεία της με τα γεγονότα και τον περίγυρο της.

Η Διχασμένη μοιάζει με θρίλερ προορισμένο για τις προθήκες των βιντεοκλάμπ, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια φρέσκια εκδοχή ενός κλασικού είδους που συνθέτει θαυμάσια το χειρότερο εφιαλτικό σενάριο μέσα από τη δυναμική και όχι την τεχνική του τρόμου - εντάξει, σε μερικές σκηνές ο Έλις μπαίνει στον πειρασμό να μας κάνει «μπου», αλλά έτσι είναι το ύφασμα...