Δεν είναι κακό για έναν ηθοποιό να χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά, εκφράσεις, κουσούρια, ό,τι έχει τέλος πάντων, για έναν ρόλο ή ακόμη και για την κατασκευή της καριέρας του, το αντίθετο. Με τον Μίκι Ρουρκ είχα μεγάλο πρόβλημα όταν αν όχι όλος ο κόσμος, η Ευρώπη τουλάχιστον, τρελαινόταν με το πονηρό, σέξι, ακαταμάχητο μισοχαμόγελό του. Δεν μπορούσα να αντέξω λεπτό τη μονότονη, άδεια, κοροϊδευτική, χαμογελαστή γκριμάτσα που φορούσε σε κάθε ταινία για να ξεγλιστρήσει από την ψυχή των χαρακτήρων, σαν κλώνος του Μπράντο και του Νίκολσον, ένας ποζέρ, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, που υπερεκτιμήθηκε απότομα και έσβησε ως διάττων αστήρ για να ξαναγεννηθεί με έναν τεράστιο ρόλο στον Παλαιστή, όπου η ζοφερή του «μουτσούνα» μπορεί να έσκιαξε τους παλιούς φαν, αλλά εμένα με κέρδισε και επιτέλους είδα κάτι πίσω από την ειρωνεία του μορφονιού μάγκα. Εκτός από όλο αυτό το «πακέτο» του Μίκι Ρουρκ, που είμαι σίγουρος πως βρίσκει πολλούς αντίθετους, η ταινία Δαιμονισμένος Άγγελος είχε να σηκώσει και το φορτίο του Άλαν Πάρκερ και της οργιώδους, ως συνήθως, σκηνοθεσίας του. Σε μια εποχή που προηγήθηκε της ψηφιακής, ο Πάρκερ χτυπούσε σαν χταπόδι την εικόνα και μετά την ξετίναζε στο μοντάζ – συγκαταλέγεται στους τρεις σκηνοθέτες που η σπουδαία κριτικός Πολίν Κέιελ δεν άντεχε με τίποτε, μαζί με τον Όλιβερ Στόουν και τον Κλιντ Ίστγουντ, στον οποίο δεν συγχώρεσε τις κακές ερμηνείες της νιότης του. Σε μια πλοκή μπλεγμένη και μαύρα μαγεμένη με βουντού και φόνους, στα υπόγεια και στα σοκάκια του Χάρλεμ, αυτό το παλιό κινηματογραφικό favourite τη γλίτωσε με πολλά κόλπα, τον επιβλητικό, λόγω σωματικού όγκου και ερμηνευτικής δεινότητας, Ρόμπερτ ντε Νίρο, και φυσικά με το γνωστό χαμόγελο του Ρουρκ. Ωστόσο, αν εξαιρέσεις το φινάλε (του στυλ «πώς δεν το είχα καταλάβει τόση ώρα...»), το ζουμί παραμένει αραιό.