Προσπαθώντας να επαναφέρει την αισθητική των exploitation movies της δεκαετίας του '70, ο Ταραντίνο αποτίει φόρο τιμής στα «μυώδη» αυτοκίνητα της εποχής, όπως το Mustang και το Challenger, στους κασκαντέρ και τη φτηνή δράση με τις κομμένες και λάθος σκηνές, κάνοντας παράλληλα το κέφι και την τρέλα του, όπως μόνο αυτός γνωρίζει. Το φιλμ χωρίζεται εμφανώς σε δύο μέρη. Μην περιμένετε μια απόλυτα πιστή μεταφορά του είδους των διπλών προβολών εκείνου του καιρού, με τα έργα σεξ-καράτε (αν θέλετε μια αναλογία με τα καθ' ημάς).

Το Death Proof ξεκινάει σαν μια παλιά, φθαρμένη και χιλιοπαιγμένη κόπια που έχει κλαπεί από ένα παλιοσινεμά της σειράς και έχει έρθει στην αίθουσα της δικής μας γειτονιάς, με τη λαθραία χαρά του κοντραμπαντιέρη που θέλει να μας μυήσει στην ένοχη απόλαυση του φτηνού, λυτρωτικού σινεμά. Καθώς όμως κυλάει η πλοκή, τα κολπάκια με τα σκρατσαρίσματα στην οθόνη και τις μπερδεμένες σκηνές ελαχιστοποιούνται και σταδιακά εξαφανίζονται. Ο διάλογος γίνεται πυκνός και περίεργος, η εικόνα καθαρίζει και η αισθητική σταμπιλάρεται σ' αυτό που αναγνωρίζουμε και ξέρουμε καλά ως ταραντινικό στιλ: γκόμενες που μιλάνε ασταμάτητα και κυκλικά, μπαμπαλίζοντας τις αλήθειες της ζωής και τις ματαιότητες του λούμπεν lifestyle τους, κακοί άνδρες με αδυναμίες που τις κρύβουν επιμελώς κάτω από το χοντρότατο πετσί τους, σοφά επιμελημένες σκηνές που δραματοποιούν τον διάλογο και περνάνε στο ψητό χωρίς περιστροφές, απρόβλεπτη και ιδιοφυής χρήση παλιών ορχηστρικών κομματιών και τραγουδιών, θυελλώδες μοντάζ στις περιπετειώδεις σκηνές, όπου ο χρόνος και ο χώρος ενώνονται σ' ένα συναρπαστικό rock'n'roll χορό του χθες με το σήμερα (ελέω Σούζαν Μένκε).

Στο Τέξας, ο κασκαντέρ Μάικ (Ράσελ) συναντά σ' ένα μπαρ μια παρέα νέων γυναικών και κάνει ερωτική εξομολόγηση σε μια από αυτές, ενώ προθυμοποιείται να πάει μια γνωστή τους σπίτι της μέσα στο «αλεξιθάνατο» -υπερ-πειραγμένο ώστε να αντέχει τα τρακαρίσματα- αμάξι του. Στο δεύτερο μέρος, στο Τενεσί, ο ατρόμητος κασκαντέρ τα βρίσκει σκούρα με μια άλλη θηλυκή παρέα, που αποτελείται από τρεις κοπέλες που εργάζονται στο τεχνικό συνεργείο μιας ταινίας και την κασκαντέρ φίλη τους, την οποία υποδύεται η ντουμπλέζ της Ούμα Θέρμαν και θρυλική πλέον Ζόι Μπελ. Οι όροι αντιστρέφονται και εμείς παρακολουθούμε μια απολαυστικά παλιομοδίτικη καταδίωξη, μια σειρά από εμβληματικούς ταραντινισμούς στο ιδιότυπο και όσο πατάει η γάτα σουρεάλ σενάριο, ένα ζουμερό στριπτίζ, τρομερές ερμηνείες από τον Ράσελ και την Ντόσον αλλά και γενναίους γυναικείους χαρακτήρες, με φόντο ένα εκλεκτικό σάουντρακ που ξεκινάει μ' ένα παλιό θέμα του Τζακ Νίτσε.

Ο σκηνοθέτης και «σκηνοθεσιολόγος» Ταραντίνο, όπως τον αποκαλεί για τις γνώσεις του ο Κερτ Ράσελ, εμποτίζει τις εμμονοληπτικές του λατρείες με φιλμικό φετιχισμό. Σύμφωνοι, δεν προσθέτει κάτι παραπάνω στη φιλμογραφία του, αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν μας πως προέρχεται από ένα πολύ πιο δημιουργικό homage, με τη διλογία Kill Bill - το πρώτο μέρος ήταν το kill, το δεύτερο το Bill. Είχαμε άλλωστε και το Τζάκι Μπράουν· πόσα '70s μπορούμε ν' αντέξουμε και μάλιστα από την ίδια πένα; Αρκετά, όπως αποδεικνύεται, αφού για τον Ταραντίνο η πένα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και την έχει κορόνα στο κεφάλι του. Όσο κι αν λογίζεται ως δημιουργός της εικόνας, η μέθη που προσφέρει στον θεατή (και που στον ίδιο προκαλεί ζαλάδα ενθουσιασμού) προέρχεται από τα σενάριά του και κάπως έτσι εξηγείται η ανεξάντλητη επιθυμία του να πίνει νερό από την ίδια πηγή.

Η επιρροή που δέχθηκε από το λεγόμενο φθηνό σινεμά είναι ανεξίτηλη, ωστόσο διαθέτει την έμπνευση και την πειθαρχία να σκαρώνει καινούργιους χαρακτήρες, να τους βάζει να λένε άλλα λόγια και να δημιουργεί μια πλατφόρμα καταστάσεων διαφορετικών και -στην προκειμένη περίπτωση- πολύ διασκεδαστικών. Από καιρό έχει απενοχοποιήσει τα «δεύτερα» genre και μαζί μια εποχή που αναδρομικά θεωρείται άσχημη. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, με τον καιρό γίνεται βαθύτερος και συνολικά καλύτερος από τις πρώτες του εντυπώσεις με τα Reservoir Dogs και Pulp Fiction. Επειδή όμως δεν υπάρχει δικαιοσύνη, θα έρχεται αντιμέτωπος με το cult που ο ίδιος δημιούργησε και τη γενιά που δεν τα συζητά στο συλλογικό της ασυνείδητο ως αντάρτικα, ασυμβίβαστα και πρωτοποριακά.

Από τότε έχει κάνει καλύτερες ταινίες, επειδή όμως είναι γειτονικές σε ύφος και θεματολογία, αν και καθόλου όμοιες, συγκρίνονται μοιραία με τις πρώτες και χάνουν στη γενική κρίση - έτσι είναι οι μόδες και ενίοτε η μοίρα των τολμηρών. Το Death Proof είναι μια ειλικρινώς fun ταινία, ένα πανούργο πειραγμένο πισωγύρισμα με αισθητική και σενάριο και πλάκα, από έναν μετρ που δεν δείχνει να νοιάζεται για την υστεροφημία του παρά μόνο για τη φήμη των ταινιών του στον ενεστώτα χρόνο και τη διάδοσή τους σε ένα αγέραστα ποπ κοινό, που δεν φοβάται να αφεθεί και να ψυχαγωγηθεί. Η ανυπολόγιστη δύναμη του Ταραντίνο βρίσκεται στην πρόκληση ενστικτωδών αντιδράσεων μέσα από αισθητικά πολύ καλλιεργημένες και αδιόρατα υπολογισμένες ταινίες.