Η κινηματογραφική μεταφορά του best-seller της Αλγερινής Γιασμίνα Κάντρα, Τα χελιδόνια της Καμπούλ, προσφέρει έναν ελκυστικό εικαστικό καμβά κινουμένων σχεδίων στο σκηνοθετικό δίδυμο Μπρετμάν/Γκομπέ-Μεβελέκ: οι ανθρώπινες φιγούρες είναι απαλά ζωγραφισμένες με νερομπογιές και κινούνται σε 18 καρέ το δευτερόλεπτο (λίγο πιο αργά από το κανονικό τέμπο, σαν να βιώνουν παρατεταμένα μια δυσχερή ζωή), με φόντο τη μονοχρωμική αυστηρότητα μιας διαλυμένης πόλης.

 

Σε ένα μεταπολεμικό σκηνικό με πένθιμη σιωπή και εμφατικούς περιστασιακούς ήχους που προδίδουν ανησυχία και αταξία ξεχωρίζει το μπλε χρώμα της πανταχού παρούσας μπούρκας, το οπτικό σύμβολο μιας λαοθάλασσας γυναικείας καταπίεσης, που λειτουργεί υπέροχα στις δυνατές τελευταίες σκηνές.

 

Στην ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών του 2019, στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, δυο ζευγάρια διασταυρώνονται. Ο Ατίκ, πρώην μουτζαχεντίν που πολέμησε επί μία εικοσαετία του Σοβιετικούς και τώρα δουλεύει ως δεσμοφύλακας σε θάλαμο θανατοποινιτών, περιποιείται την καρκινοπαθή γυναίκα του Μουσαράτ. Ο Μοσέν, άνεργος δάσκαλος και βαθιά θλιμμένος μπροστά στην ανημπόρια του να αντιδράσει, είναι παντρεμένος με τη ζωηρή Ζουνάιρα, ένα ελεύθερο πνεύμα, το καθαρό σημάδι της ελπίδας στις αντίξοες συνθήκες.

 

Στο Αφγανιστάν της δεκαετίας του '90 η τρομοκρατική αλητεία των Ταλιμπάν βασιλεύει σε ένα καθεστώς φόβου, χωρίς παιδεία και μουσική, με λιθοβολισμούς γυναικών και τραχιά ειρωνεία (οι γυναίκες έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί, πιστεύοντας στον Θεό, ενώ οι άνδρες τις απαξιώνουν αγρίως, ακολουθώντας, υποτίθεται, τα λόγια του Προφήτη!), ενώ μια σειρά από γεγονότα κινούν τη δράση της ταινίας και υπογραμμίζουν την επιθυμία για ζωή σε μια λυρική, οικουμενική και εξόχως φεμινιστική ιστορία.