Ειδικευμένος στις τραγικές ιδιοφυΐες, ο Ασίφ Καπάντια επιλέγει έναν ζωντανό θρύλο μετά τα βιογραφικά ντοκιμαντέρ με ήρωες (και θύματα) τον Άιρτον Σένα και την Έιμι Γουάινχαουζ. Αν και ζωντανός, ο Ντιέγκο Μαραντόνα «πέφτει» σε μια ενδιάμεση κατηγορία: είναι αθλητής με αξεπέραστες δυνατότητες, αποδεδειγμένες σε βαθμό λατρείας, με μια καριέρα που μοιάζει να μην ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας των απανωτών εθισμών, των εσφαλμένων επιλογών και μιας ιδιάζουσας συμπεριφοράς.

 

Ο Βρετανός σκηνοθέτης δεν νοιάζεται για την επικαιρότητα. Ο Αργεντινός ποδοσφαιριστής και προπονητής τελευταία δεν έχει δώσει αφορμή για να ξαναπιάσει κάποιος το νήμα της ταραχώδους ζωής του, αλλά είναι τόσο πλούσια η δράση του που ο Καπάντια παίρνει μόνος του την απόφαση, 10 χρόνια μετά την ταινία-συνέντευξη από τον Εμίρ Κουστουρίτσα.

 

Σφιχταγκαλιασμένοι, ο Ντιέγκο με τον Μαραντόνα ανέβηκαν στον ουρανό και ταπεινώθηκαν όσο κανείς άλλος με ναρκωτικά, εξώγαμα, μπλεξίματα με δίκτυα και νόμο, επαγγελματικές αντεγκλήσεις και προσωπικές κόντρες, αλλά και τρυφερότητα, μόχθο και τόσο ταλέντο.

 

Εδώ ο Μαραντόνα δεν δίνει συνέντευξη. Το θέμα δεν είναι τόσο τι λέει ο ίδιος για τον εαυτό του, συνεπώς σε ποια κατάσταση βρίσκεται τώρα, με τη μνήμη θολή και τις εμπειρίες να σκιάζουν τη δόξα του, αλλά το υλικό και οι μαρτυρίες από την πιο μεστή δεκαετία της σταδιοδρομίας του, όταν έφυγε τραυματισμένος και απογοητευμένος από το σύντομο επεισοδιακό του πέρασμα από την Μπαρτσελόνα και εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, που τόσο είχε ανάγκη έναν σωτήρα.

 

Όταν ο ζαλισμένος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα περιφέρεται ως λάφυρο στο κατάμεστο στάδιο που τον περιμένει πώς και πώς και η πρώτη ερώτηση στη συνέντευξη Τύπου αφορά την Καμόρα, το βλέμμα του ελαφιού που πιάστηκε στα φώτα είναι παραπάνω από εύγλωττο. Πήγε κατευθείαν στο στόμα του λύκου και ακόμα δεν μπορούσε να φανταστεί τι τον περίμενε. Με επίκεντρο τα απίστευτα κατορθώματά του στη μικρή ομάδα που οδήγησε σε πρωταθλήματα, εθνικά και διεθνή, ο Καπάντια ξετυλίγει το χρονικό και, φυσικά, περιλαμβάνει την ενδιάμεση συμμετοχή του στην εθνική ομάδα της χώρας του και τον περίφημο αγώνα με τους Βρετανούς, όπου σε μερικά λεπτά πέτυχε τα δύο σπουδαιότερα και σίγουρα πιο αξιομνημόνευτα γκολ όλων των εποχών: το μπαγάσικο χέρι του Θεού, που πριν από τα VAR και τη σούπερ αργή κίνηση στάθηκε αδύνατον να το ανιχνεύσει το ανθρώπινο μάτι, και τη σόλο ενέργεια που ταπείνωσε τους αντιπάλους και κατακτητές των νήσων Φόκλαντ.

 

Με καίρια φλασμπάκ στην παιδική του ηλικία και στο ξεκίνημά του, ο Καπάντια αντιπαραθέτει με πιο ήσυχο και ώριμο μοντάζ σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες του τον Ντιέγκο στον Μαραντόνα, την άρρηκτη διάδραση του παιδιού που έγινε κωλόπαιδο, όποτε χρειάστηκε, με τον σύγχρονο «άγιο» της Νάπολης, ηγέτη της Αργεντινής.

 

Σφιχταγκαλιασμένοι, ο Ντιέγκο με τον Μαραντόνα ανέβηκαν στον ουρανό και ταπεινώθηκαν όσο κανείς άλλος με ναρκωτικά, εξώγαμα, μπλεξίματα με δίκτυα και νόμο, επαγγελματικές αντεγκλήσεις και προσωπικές κόντρες, αλλά και τρυφερότητα, μόχθο και τόσο ταλέντο. Γνωρίζαμε τον βίο και την πολιτεία του Μαραντόνα μέσες - άκρες, αλλά ο Καπάντια παίζει σωστή μπάλα με το εκτενές οπτικοακουστικό αρχείο που ξέθαψε η πρώην σύζυγός του Κλαούντια από το μπαούλο της και βλέπει τη ζωή και τα επιτεύγματά του με διαύγεια, βάζοντας τάξη στο χάος.