Σκηνοθετημένη από τον κάτοχο Χρυσού Φοίνικα για το Ντιπάν, Ζακ Οντιάρ ‒στην πρώτη του αγγλόφωνη απόπειρα‒, η ταινία Οι Αδελφοί Σίστερς είναι διασκευή του πρόσφατου μυθιστορήματος του Καναδού Πάτρικ Ντεγουίτ, όπου ο Ίλαϊ και ο Τσάρλι καταδιώκουν έναν κυνηγό χρυσού και μαζί... τον διώκτη του, ο οποίος αποφάσισε, σε μια αναλαμπή λογικής και συμπόνιας, να πορευτεί μαζί του.

 

Βρίθει λεπτομερειών για την εποχή και έξυπνου διαλόγου, κρατώντας ατόφια την περιέργεια του σκηνοθέτη για το μέγεθος της μυθολογίας που χωράει σε μια βρόμικη, άτιμη μάχη για επιβίωση.

 

Το καστ υπηρετεί με ευστοχία και φαντασία τις μεταστροφές των ηρώων που προκύπτουν από τις αυξομειώσεις ρυθμού και απειλής της παρατεταμένης καταδίωξης: ο Χοακίν Φίνιξ είναι ο βίαιος αδελφός και ο Τζον Σ. Ράιλι, σε έναν από τους μεστότερους ρόλους της καριέρας του, ο γκρινιάρης, μονίμως παραπονεμένος προστάτης του.

 

Σε έναν κόσμο χωρίς θηλυκό χάδι (εξαίρεση η σύντομη παρουσία της μητέρας που υποδύεται η υποψήφια για Όσκαρ για το Hester Street, βετεράνος Κάρολ Κέιν), αγαλλίαση, ακόμη και ουσία, τα δύο αδέλφια φιλονικούν ασταμάτητα και εκθέτουν τις διαφορές τους με κωμικό και γλυκόπικρο τρόπο.

 

Η προφανής ειρωνεία είναι πως λέγονται αδελφοί Αδελφές (Sisters), κάτι που γνωρίζουν και αντιπαθούν, και το μοναδικό τους κοινό σημείο είναι η θαυμαστή, φονική ικανότητά τους στο σημάδι.

 

Ο Γάλλος σκηνοθέτης εντοπίζει τη μελαγχολία και τη μοναξιά στην αδιάκοπη, δαιδαλώδη διαδρομή των τεσσάρων χαρακτήρων και πλάθει συμπληρωματικά πορτρέτα έρημων, αδέσποτων ανδρών που έχουν ξεσυνηθίσει τις απλές απολαύσεις και αρνούνται να έλθουν σε επαφή με τον πραγματικό τους εαυτό ή τον κόσμο όπως εξελίσσεται και αλλάζει.

 

Ο Φίνιξ είναι ο μέθυσος που πασχίζει να συνέλθει από την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας, μιλάει αθυρόστομα όποτε έχει κάτι να πει, ενώ ο Ράιλι, που είναι συμπαραγωγός, μετράει τις επιμελημένες κουβέντες του και αδυνατεί να καταλάβει γιατί πληρώνεται λιγότερο από τον αρχηγό Τσάρλι και, από πάνω, πρέπει να τον ανέχεται.

 

Οι δυο τους μοιάζουν με συγγενείς από άλλους γονείς και πλησιάζουν την πραγματική τους ταυτότητα μόνο όταν στριμώχνονται, σαν απρόθυμοι βιβλιοστάτες, από τον διώκτη και το θήραμά τους: ο Τζέικ Τζίλενχαλ είναι εκείνος που τους προλαβαίνει, ένας σχεδόν λόγιος, ευειδής πιστολέρο στο Όρεγκον του 1850, και τους εκνευρίζει με το timing και τις συγκαταβατικές επιστολές που τους στέλνει.

 

Παρομοίως, ο άνθρωπος που κυνηγούν δεν είναι ένα ρεμάλι αλλά ένας χημικός και εφευρέτης, οραματιστής και ευγενής άνθρωπος που έχει κάνει το λάθος να ανακαλύψει μια κερδοφόρα φόρμουλα, ο Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ (εξαίσιος ο Ριζ Αχμέντ), θύμα των περιστάσεων, που ασκεί καταλυτική επιρροή στα αδέλφια όταν τον γνωρίζουν καλύτερα. Η λογοτεχνική ποιότητα των διαλόγων σίγουρα άσκησε γοητεία στον Οντιάρ σε μια ταινία όπου η δράση παραμένει καθαρή και στιλπνή.

 

Ο Γάλλος σκηνοθέτης εντοπίζει τη μελαγχολία και τη μοναξιά στην αδιάκοπη, δαιδαλώδη διαδρομή των τεσσάρων χαρακτήρων και πλάθει συμπληρωματικά πορτρέτα έρημων, αδέσποτων ανδρών που έχουν ξεσυνηθίσει τις απλές απολαύσεις και αρνούνται να έλθουν σε επαφή με τον πραγματικό τους εαυτό ή τον κόσμο όπως εξελίσσεται και αλλάζει.

 

Στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας οι αδελφοί Κοέν ανθολόγησαν το γουέστερν στη σπονδυλωτή Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς, προβάλλοντας τα αγαπημένα τους θέματα, την ηθική, το φθόνο και την απληστία. Με τους Αδελφούς Σίστερς, που έφυγαν με τον Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας και εξαιρετικές κριτικές, ο Οντιάρ προσπερνάει το μοιραίο, την τυχαιότητα και τον ατελέσφορο κυνισμό και βρίσκει συμπάθεια και διάσταση σε ανθρώπινα κλισέ ενός είδους που πολύ εύκολα επαναλαμβάνει μοτίβα και εγκλωβίζεται σε déjà vu.