Το 2014, ο Ντάβιντ Βνεντ διασκεύασε το μυθιστόρημα του Τιμούρ Βερν «Er ist Wieder Da», μια high concept σάτιρα με πρωταγωνιστή τον Αδόλφο Χίτλερ αυτοπροσώπως, ο οποίος προσγειώνεται στο Βερολίνο, απαράλλαχτος από την αποφράδα μέρα της αυτοκτονίας του στο bunker, με τα ίδια θηριώδη ιδανικά για τη Μεγάλη Γερμανία, γεμάτος απορίες για την κατάντια, τη Μέρκελ, τους μουσουλμάνους που σεργιανίζουν (μήπως ηττήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία;), έτοιμος να κατακτήσει την εξουσία, χρησιμοποιώντας πλέον την τηλεόραση ως κορυφαίο μέσο προπαγάνδας για να ξανακερδίσει τις καρδιές των συμπατριωτών του.

 

Το 2017, ο Λούκα Μινιέρο προσαρμόζει την εξωφρενική ιδέα αλά ιταλικά με μια μικρή αλλαγή: αντί για τον Φίρερ, ανασταίνεται ως διά μαγείας το έτερον τέρας, ο Ντούτσε, 72 χρόνια μετά τον ντροπιαστικό θάνατό του δι' απαγχονισμού, ο οποίος, στ' αλήθεια, ξεσκονίζει τη στολή του σε μια πλατεία της Ρώμης, ξαναφοράει το γελοίο καπέλο του, γνωρίζει έναν κακομοίρη ρεπόρτερ που μόλις απολύθηκε και ψάχνει μια χρυσή ευκαιρία για δόξα, και τον σέρνει, αυτόν και την κάμερά του, μαζί του, στον δρόμο για την παλιννόστηση.

 

Η πρόθεση του Ιταλού σκηνοθέτη είναι να ισορροπήσει στα δύο άκρα: στη σοβαρότητα της επιστροφής του πιο καταστροφικού κεφαλαίου στην Ιστορία της χώρας και στη γελοιότητα της υπόθεσης πως ο κόσμος μπορεί πραγματικά να πάρει στα σοβαρά έναν κλόουν

 

Κι ενώ στην αρχή όλοι νομίζουν πως πρόκειται για έναν επαγγελματία σωσία του Μουσολίνι, ο αληθινός Μπενίτο συναρπάζει τα πλήθη, ακονίζοντας τα δημαγωγικά του κόλπα, και ανεβάζει κατακόρυφα τις θεαματικότητες σε ένα μικρό κανάλι, σε μια ιστορία που φέρνει στον νου τον οργισμένο προφήτη κακών μαντάτων Χάουαρντ Μπιλ στο «Δίκτυο» των Σίντνεϊ Λιούμετ και Πάντι Τσαγιέφσκι.

 

Η πρόθεση του Ιταλού σκηνοθέτη είναι να ισορροπήσει στα δύο άκρα: στη σοβαρότητα της επιστροφής του πιο καταστροφικού κεφαλαίου στην Ιστορία της χώρας και στη γελοιότητα της υπόθεσης πως ο κόσμος μπορεί πραγματικά να πάρει στα σοβαρά έναν κλόουν που ενδύεται την προσωπικότητα του αρχιφασίστα, ασχέτως του αν είναι ο αυθεντικός ή ένας καλός σωσίας του.

 

Το κλειδί της επιτυχίας της εμφανώς προειδοποιητικής, πικρής πολιτικής κωμωδίας που μια χαϊδεύει τον θεατή με καλαμπούρια και την άλλη τον βάζει στην άβολη θέση του συνενόχου είναι ο συνδυασμός των ντοκιμαντερίστικων πλάνων τυχαίων ανθρώπων στον δρόμο, οι οποίοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να βγάλουν selfies με έναν τύπο σαν τον Μουσολίνι εν είδει χαβαλέ (πραγματικά πλάνα με μωσαϊκό στα πρόσωπα), με την έξυπνη δραματοποίηση της παρηκμασμένης, ουσιαστικά γερασμένης ιταλικής κοινωνίας, που παραδίδεται στο τηλεοπτικό θέαμα και στην ακροδεξιά ρητορεία με επικίνδυνη ευκολία.

 

Έξοχος ο Μάσιμο Ποπολίτσι στο ρόλο του Μουσολίνι και εκπληκτική η σκηνή μιας γηραιάς κυρίας με άνοια που επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα για να ξυπνήσει και πάλι στις μνήμες του χειρότερου εφιάλτη.