Στην τοποθεσία των Άλπεων, Σιλς Μαρία, αγαπημένο καταφύγιο του Φρίντριχ Νίτσε, καταφθάνει η διάσημη ηθοποιός Μαρία Έντερς (την υποδύεται η Ζιλιέτ Μπινός) για να ξεκινήσει πρόβες για την αναβίωση του θεατρικού έργου που την έκανε σταρ στα νιάτα της, 20 χρόνια πριν. Μόνο που τώρα καλείται να υποδυθεί όχι τη φουριόζα Σίγκριντ αλλά τη μεγαλύτερη σε ηλικία Έλενα. Βοηθός της είναι η γραμματέας της, η Βαλεντίν, και άτυπη αντίπαλός της η νεαρή ηθοποιός που προσλαμβάνεται στον νεότερο ρόλο – μια κακομαθημένη χολιγουντιανή στάρλετ που έχει ως μοναδικά όπλα της τη φήμη και το hype γύρω από το όνομά της, λόγω του εμπορικού σινεμά το οποίο υπηρετεί με νωχελική έπαρση.

Ατενίζοντας τους νεφελώδεις, ιδιότυπους σχηματισμούς της ορεινής περιοχής, η Μαρία Έντερς ανακαλεί τη σχέση της με τον σκηνοθέτη που μόλις απεβίωσε, μέντορά της και ταυτόχρονα ουσιαστική αφορμή για να συμμετάσχει στο ανέβασμα της παλιάς επιτυχίας τους. Ξεκρέμαστη και ανασφαλής, όπως οι περισσότερες ηθοποιοί κοντά στα 50, σωστή ντίβα που διακατέχεται από την παλιομοδίτικη ψευδοταπεινότητα, η Μαρία νιώθει την επώδυνη απόσταση ανάμεσα στην Έλενα και τον ίδιο της τον εαυτό να μικραίνει επικίνδυνα και ανησυχεί για τις ομοιότητες μεταξύ του μύθου της και της διαφορετικής πραγματικότητας. Και αντίθετα από τον μπαρόκ χειρισμό των αιώνιων θεμάτων που ταλανίζουν τους ηθοποιούς πριν από το μεγάλο βήμα και την έκθεσή τους στα βλέμματα και την κριτική, όπως τον διαπιστώσαμε στον Birdman, ο Ολιβιέ Ασαγιάς δεν ποντάρει καθόλου στην υστερία και το θορυβώδες angst, προτιμώντας, αντ' αυτών, ένα εσωστρεφές ταξίδι στο παρελθόν και τις γυναικείες συγκρίσεις (και συγκρούσεις). Η Έντερς της Μπινός ανήκει στο σύμπαν που προέρχεται από την ανάμειξη της δημόσιας εντύπωσης και της εικόνας που έχει πλάσει η ίδια για εκείνην. Παραδόξως, η ματιά της αγριεύει όταν έρχεται σε επαφή με το τοπίο διότι την παραπέμπει στη φουρτουνιασμένη ψυχή της αντί να τη γαληνεύει και της θυμίζει το παρελθόν και την ασφάλεια που ένιωθε με τον αγαπημένο της σκηνοθέτη – κάτι που πλέον δεν ισχύει. Αντίθετα, έχει την ψευδαίσθηση πως μπορεί να χειραγωγήσει τις δύο νεότερες γυναίκες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη: η γραμματέας της, η Βαλεντίν, είναι πρόθυμη να τη βοηθήσει πέρα από τα καθήκοντά της και διαβάζει τον παλιό της ρόλο στις πρόβες στο σαλέ όπου έχουν καταλύσει. Η Μπινός της φέρεται συγκαταβατικά, γνωρίζοντας πως η πεζή ανάγνωση της κοπέλας που δεν έχει σχέση με την ηθοποιία απογυμνώνει τη μανιέρα και αναδεικνύει μόνο την ωμή δύναμη του περιεχομένου. Την αντικαταστάτριά της, την Τζο Αν Έλις, τη βλέπει ως ένα υποπροϊόν του θεάματος, μια έκπτωση της τέχνης που γεννιέται αποκλειστικά λόγω της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων, σε μια ανάγκη για φρέσκα πρόσωπα, ανεξαρτήτως ταλέντου και ικανοτήτων. Το γυναικείο τρίγωνο που πραγματεύεται το πέρασμα του χρόνου, την αντίσταση στη φθορά και τη ματαιοδοξία το συλλαμβάνει έξοχα ο Ασαγιάς, ο οποίος βλέπει κριτικά τη διαφορά ανάμεσα στο σημείο εκκίνησης της υποκριτικής και τους νεκρούς χρόνους μεταξύ των ρόλων των ηθοποιών. Τον ενδιαφέρει, δηλαδή, η διαδικασία έμπνευσης και τεχνικής, όταν οι ηθοποιοί δεν παίζουν, αλλά προετοιμάζονται. Για τη Μαρία Έντερς ολόκληρη η ζωή είναι μια σκηνή θεάτρου. Για την Τζο Αν Έλις τα πάντα είναι θέατρο, με την έννοια του θεαθήναι χωρίς καλλιτεχνικό αντίκτυπο. Και η κύρια αποστολή της Βαλεντίν είναι να υπηρετεί παρατηρώντας, μια πρακτική, σύγχρονη αμπιγέζ για όλα τα θελήματα. Δεν είναι τυχαίο που η Μπινός επέλεξε να παίξει έναν μικρό και μάλλον ασήμαντο ρόλο στο Γκοτζίλα για να μάθει επιτέλους τι σημαίνει η συμμετοχή σε ένα blockbuster κι έτσι να μπει στην ψυχολογία μιας ηθοποιού που ξέρει να κάνει μόνο αυτό, χωρίς άλλη εμπειρία γύρω από το επάγγελμα! Η Κρίστεν Στιούαρτ είναι αυτή που ωφελείται από τη νατουραλιστική καθοδήγηση του Ασαγιάς, με έναν ρόλο που της χάρισε το Σεζάρ ερμηνείας – η πρώτη Αμερικανίδα ηθοποιός που κατακτά το γαλλικό τρόπαιο.