Ο Άμπελ είναι μοναχικός τύπος. Δουλειά του είναι να παίρνει πίσω «δανεικά», χρησιμοποιώντας όποια μέθοδο κρίνει κατάλληλη. Πασχίζει να κρατήσει την «απασχόλησή» του κρυφή από τον μικρό του γιο. Ψυχολογικά παραπαίει και τον κρατά ζωντανό το ασάλευτο πρόσωπό του, ιδανικό κάλυμμα για τη ζωή που κάνει. Η Κέι κλέβει αυτοκίνητα και κάνει μικροληστείες, συνήθως μαζί με τον πατέρα της, τον οποίο μαλώνει για το παραμικρό. Όλοι ανέχονται οριακά ο ένας τον άλλο και τη ζωή τους και ελπίζουν σε μια δουλειά που θα τους ξελασπώσει. Μια τσάντα γεμάτη κοσμήματα είναι ίσως ακριβώς ό,τι χρειάζονται. Βέβαια, σε μια τσάντα δεν μπορούν να ποντάρουν στα σοβαρά, κάτι που γνωρίζουμε εμείς οι απέξω. Ο Αμέζκουα, Καταλανός σκηνοθέτης με αίσθηση της πλοκής και της ατμόσφαιρας, μας βάζει μέσα σε μια ιστορία απόγνωσης και σκληρότητας. Ο Άμπελ και η Κέι μυρίζονται σαν τα σκυλιά και ερωτεύονται, συνδυάζοντας τρυφερότητα και κυνισμό - γίνεται και αυτό το οξύμωρο όταν υπάρχει ενστικτώδης αυτογνωσία. Πιάνονται από το ελάχιστο για να οδηγηθούν στο μεγάλο κόλπο, την έξοδο από τα σκατά. Η ακατανίκητη έλξη τους, με όρους του πεζοδρομίου αλλά και μια καθαρότητα σχέσης που δεν έχει αύριο, τους ενώνει σε παράτολμα σχέδια. Από το ξεκίνημα της ταινίας, ωστόσο, οι συναντήσεις γίνονται αυθαίρετα, η δράση δεν δικαιολογείται απόλυτα και κυρίως το φινάλε παραείναι μαλακό για ένα τόσο σκοτεινό, αισθηματικό νουάρ. Η μονότονη, μονοχρωματική Βαρκελώνη, που φανερώνει το γοητευτικό πρόσωπό της σπάνια στην ταινία, σαν ξέφωτο σε μια μητροπολιτική ομίχλη, είναι το μεγάλο ατού μιας ταινίας που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ της Μάλαγκα.