Οι ενδοιασμοί δεν υπήρξαν ποτέ πρόβλημα. Η Μαρίλια, η γυναίκα που τον φροντίζει απ’ την ημέρα που γεννήθηκε, είναι η πιο πιστή συνεργός. Όσο για το ανθρώπινο πειραματόζωο, θα μας επιτρέψετε, για λόγους σινεφιλικής ευγένειας, να σας αφήσουμε να το απολαύσετε στο πρώτο θρίλερ του Αλμοδόβαρ που δεν είναι καθαρόαιμο, αλλά υφασμένο σε μια ίντριγκα που εμπεριέχει την αισθητική και το σχόλιό του στο είδος.

 

Ο Ισπανός σκηνοθέτης δήλωσε πως αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε πολλές ταινίες, από τα φιλμ φρίκης της Hammer και τα κλασικά βουβά του Λανγκ και του Μουρνάου, μέχρι το Μάτια χωρίς πρόσωπο. Με εκκίνηση το αριστούργημα του Ζορζ Φρανζί από το 1959 (η παραπομπή ήδη φαίνεται απ’ την αφίσα, με την Έλενα Ανάγια καλυμμένη μ’ έναν επίδεσμο), ο Αλμοδόβαρ αντιστρέφει τους όρους κι επεκτείνει τα όρια. Η κόρη αντικαθίσταται από σύζυγο σ’ αυτό το φιλμ και υπάρχει μια ανατροπή που εμβαθύνει το μακάβριο, μετατρέποντάς το σε μια διαστροφή που ξεπερνά τον κυνισμό και τον προσδιορίζει ξανά - σε μια νέα ανθρωπιά που βασίζεται στην μπερδεμένη επιθυμία.

 

Ο χειρουργός δεν ασχολείται πλέον με την ιατρική δεοντολογία, έχοντας εφαρμόσει τις γνώσεις του σ’ ένα ντελιριακό κοκτέιλ λαγνείας κι εκδίκησης. Ούτε οι συνέπειες τον ενδιαφέρουν, επομένως δεν υπολογίζει τον θάνατο μέχρι να δει το πειραματόζωο να υπακούει. Για να γίνει αυτό πρέπει να πετύχει την ουτοπική και καταστροφική τέλεια προσομοίωση, ένα οξύμωρο που γεννά αυτόματα τον αλμοδοβαρικό πόνο: στις ταινίες του, οι ήρωες έχουν τραυματιστεί ανεπανόρθωτα σ’ ένα σύμπαν όπου ο Θεός δεν τους συμπαραστάθηκε. Ο δρ. Ρομπέρ είναι ένας σύγχρονος Θεός και ως τέτοιος επιχειρεί να κατασκευάσει το άφθαρτο δέρμα, ν’ αναπλάσει την ομορφιά που τόσα χρόνια δημιουργούσε, ν’ αναδημιουργήσει τη ζωή που του γλίστρησε απ’ τα χέρια.

 

Παρά το κλινικό θέμα και τον ασυνήθιστο και αναλόγως ψυχρό χειρισμό, το Δέρμα που κατοικώ δεν χάνει το υποδόριο χιούμορ του και καταλήγει σε μια λύση που έχει τη σεξουαλικότητα ως βασικό αντικλείδι. Είναι ένα συναρπαστικό υβρίδιο απ’ τις ταινίες που αναστενάζουν με λυτρωτική ανακούφιση μετά από μια ιδιαίτερα σκληρή διαδρομή, από τα μελοδράματα που γλυκοκοιτάζουν την camp πλευρά του Χόλιγουντ και από τα transformation movies που γυροφέρνουν την ψυχή του πρωταγωνιστή, για να τον αφήσουν να συμφιλιωθεί με την καινούργια του ταυτότητα, αφού έχουν πέσει οι τίτλοι τέλους. Αυτήν τη φορά ο Αλμοδόβαρ δεν έγραψε πρωτότυπο σενάριο, αλλά διασκεύασε ένα γαλλικό μυθιστόρημα. Επιλέγοντας να μην πλεύσει στα νερά των κινηματογραφιστών που, έστω και έμμεσα, επηρέασαν το Δέρμα, άρα να τους «φοροτιμήσει», έπραξε σοφά.

 

Η ταινία αυτή έχει δυο πλευρές που αλλάζουν ταχύτητα, ιδιαίτερη όψη, πλαστική και λαμπερή, καταπληκτικές ερμηνείες (ο Μπαντέρας ανένηψε), τα χαρακτηριστικά του σκηνοθέτη άθικτα και μια παράξενη επίγευση, λες κι ο Αλμοδόβαρ δανείστηκε ξένο πρόσωπο και του προσέθεσε τα δικά του μάτια.