Το σχέδιο, όμως, δεν πηγαίνει όπως είχε σχεδιαστεί, εξαιτίας διάφορων προβλημάτων και ατυχημάτων που συμβαίνουν στον Μπράνκο, ενώ ούτε ο Ρόμπερτ παίρνει ποτέ τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί. Παρ’ όλα αυτά, στη διάρκεια του ταξιδιού του στη Σερβία, ο Ρόμπερτ μένει στο σπίτι του Μπράνκο και γνωρίζει τη μητέρα του. Μια ιδιαίτερα τρυφερή σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους. Τότε, ο Αμερικανός μουσικός προβληματίζεται αν, εντέλει, το «γιατρικό» του είναι η αγάπη και η ευτυχία και όχι τα χρήματα, όπως νόμιζε μέχρι τότε. Την ίδια στιγμή, ο Μπράνκο, πίσω στη Νέα Υόρκη, προσπαθεί απεγνωσμένα και με κάθε τρόπο να φέρει την κοπέλα του από τη Σερβία στην Αμερική.

Ο σκηνοθέτης μεταφέρει τα βιώματά του στο πανί, σε μια καλά σκηνοθετημένη, λίγο συνηθισμένη, αλλά πάντως ευχάριστα σοβαρή, υπαρξιακή κομεντί που κινείται με ελλειπτική άνεση μεταξύ Νέας Υόρκης και Βελιγραδίου, δηλαδή στο «εδώ κι εκεί» του τίτλου, όπως λέει και η πολύ όμορφη, πικρή, ρυθμική μπαλάντα που έγραψε για το φιλμ η Σίντι Λόπερ, σύζυγος του πρωταγωνιστή της ταινίας, Ντέιβιντ Θόρντον (η Λόπερ εμφανίζεται σε μικρό ρόλο). Ο Ρόμπερτ είναι χαρακτήρας βγαλμένος από το πεσιμιστικό σύμπαν του Τζάρμους, ένας jazzman σε ελεύθερη πτώση που αναγκάζεται (δεν έχει και πολλές επιλογές, παρ’ όλα αυτά διστάζει) να κάνει μια αρπαχτή πέρα από τη δουλειά του για να επιβιώσει.

Ξεκινά στη σιωπή, γνωρίζεται απρόθυμα με τη Σερβία, τους ανθρώπους, τον αντιαμερικανισμό αλλά και τη μουσική τους, και ξανακούμε, κι εμείς κι αυτός, την τζαζ που αγαπά όταν ερωτεύεται και ξαναβρίσκει την ψυχή του. Πολύ σωστά το σενάριο παρακολουθεί τον ψαλιδισμένο ήρωα χωρίς πολλά λόγια, αντιπαραθέτει τα γραφικά κλισέ και τις σέρβικες προκαταλήψεις στις ανθρώπινες ατέλειες, τη διαφορετική ανάγκη για απόδραση και κλείνει τους λογαριασμούς χωρίς φανφάρες, βρίσκοντας γλύκα στη μοναξιά και τον έρωτα.