Μετά από την ενδιαφέρουσα αλλά σαφώς πιο πειραματική και σκόρπια ταινία της The slow business of Petra going, η Αθηνά Τσαγγάρη επιστρέφει με μια εξίσου ενδιαφέρουσα στη σύλληψη, αλλά πιο συμπαγή και οραματική ταινία, με ηρωίδα τη Μαρίνα, μια νέα κοπέλα που μεγαλώνει σε μια απομονωμένη, παραθαλάσσια πόλη, μαζί με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της, παρέα με μια φίλη και, κυρίως, τη μοναξιά της, και τα ντοκιμαντέρ του Ντέιβιντ Άτεμπρο - από την ηχητική παράφραση του επωνύμου του βγαίνει ο παράξενος τίτλος της ταινίας. Η Μαρίνα παίρνει μαθήματα σεξουαλικής αγωγής από τη φίλη της Μπέλλα, ενώ παρακολουθεί μετά μανίας τη ζωή των θηλαστικών από τα εν λόγω ντοκιμαντέρ, παρατηρώντας τις συνήθειες και τη συμπεριφορά τους. Από αυτά δανείζεται τη δική της στάση απέναντι στη ζωή, μια ψυχρή, σχεδόν αυτιστική αντιμετώπιση απέναντι στα πρόσωπα και τα πράγματα.

Ο πατέρας, βασικός αρχιτέκτονας του χωριού και πικραμένος από την τροπή της ζωής του, ομολογεί σε μια από τις ευδιάκριτα τελευταίες του κουβέντες πως ήταν απών στο μεγάλωμα της Μαρίνας - την παράτησε για ένα όραμα που δεν βγήκε όπως το υπολόγιζε. Η μάνα απουσιάζει εντελώς, αν και καταλαβαίνουμε, από την προφορά της κόρης, πως μπορεί να είναι ξένη. Αυτή είναι μια από τις βασικές ενστάσεις μου για τη σύμβαση του Attenberg: με τον πατέρα απασχολημένο αλλά τη μάνα παρούσα στην κρίσιμη παιδική ηλικία, δεν είναι εύκολο να δεχθώ τέτοια άγνοια της Μαρίνας για τα βασικά του human condition αλλά και την έλλειψη παρατήρησης για τον έξω κόσμο, τις συνήθειες και τα τικ του. Με δεδομένο πως μιλάμε για μια έξυπνη κοπέλα που δεν ζει αποκλεισμένη, όπως για παράδειγμα τα νέα παιδιά στον Κυνόδοντα (με τον οποίο οι εκλεκτικές συγγένειες, ως ομοιότητες και διαφορές στα σημεία, είναι ενδιαφέρουσες για ανάλυση), είναι «φανταστική» η προϋπόθεση της άρνησής της για οποιοδήποτε ερέθισμα, μια και οι αισθήσεις μπορούν να απορρίψουν αλλά όχι και να αγνοήσουν αυτά που γεύονται - πόσο μάλλον αν συμπεριλάβουμε και τις ασυνείδητες παραστάσεις, που είναι ακόμη πιο βαθιές και βίαιες.

Η βία, αφού την αναφέρω, είναι βασικό συστατικό της φαινομενικά αδρανούς «κόρης» που ενηλικιώνεται τεχνητά και καθυστερημένα. Επιτυγχάνεται με ένα μείγμα κοριτσίστικης τρέλας από την Τσαγγάρη και βλέμματος πληγωμένου αγριμιού που περιμένει να αρπαχτεί, να επιτεθεί και να τραυματίσει, αν χρειαστεί, από την Αριάν Λαμπέντ, τη Γαλλίδα ηθοποιό που στο ντεμπούτο της στο σινεμά εντυπωσιάζει και υποβάλλει με την ευφυΐα της και τον πόνο που κατανοεί πλήρως και εκφράζει ενστικτωδώς και υπαινικτικά, στην εκτέλεση ενός ρόλου που δανείζεται από θηλαστικό και περνάει από την αταβιστική μνήμη στη γνήσια συγκίνηση - η Λαμπέντ απέσπασε το Βραβείο Ερμηνείας στη Βενετία έναντι της εξίσου εκπληκτικής Νάταλι Πόρτμαν στον Μαύρο Κύκνο.

Η Τσαγγάρη την τοποθετεί σε μια λευκή πολιτεία (τα Άσπρα Σπίτια είναι το ντεκόρ), ξεκινώντας με ανθρωπολογικούς όρους, για να ξενίσει, και συνεχίζοντας με ένα σπαραχτικό πορτρέτο ενός ατελούς ανθρώπου στα σπάργανα, που ωριμάζει αντιστρόφως ανάλογα με την πνοή του πατέρα της. Το νερό, το χώμα, οι χώροι-σκηνικά, τα χορευτικά ιντερλούδια των φιλενάδων, οι επιθανάτιες φιλοσοφίζουσες ατάκες του πατέρα, όλα λειτουργούν σαν μια ασπίδα που προστατεύει το οιονεί θεατρικό έργο και γίνονται τα κλειδιά για την έξοδο προς την αληθινή ζωή. Οι πρωταγωνιστές είναι οι ηθοποιοί της παράστασης που σταδιακά βγάζουν το πετσί τους και νιώθουν τους ρόλους, πέρα από τα λόγια και τη μανιέρα. Αναδύονται ή, καλύτερα, ξεμυτίζουν, όπως ο σπόρος που χρειάζεται τον χρόνο του για να πετάξει κεφάλι στην επιφάνεια.