Ένας ξένος με παρελθόν έρχεται σε μια μικρή πόλη: τα υλικά για ένα κλασικό γουέστερν λειτουργούν αφαιρετικά, σχεδόν αταβιστικά, σε μια περιπέτεια χωρίς πολλές περιπέτειες, με δράση που ουδόλως συγγενεύει με το καταιγιστικό μοντάζ των άμυαλων blockbuster ή των πολύπλοκων κατασκοπικών, με ήρωα έναν κατασκευαστή όπλων και δολοφόνο που δεν καλείται να μυρίζεται τους υπόπτους σαν υπερφυσικό λαγωνικό ή να εκτελεί σαν αλλόκοτο ρομπότ. Υπάρχει μια λογική εξήγηση γι' αυτήν τη διαφορά της ταινίας από τον σωρό των μηχανικών συναφών φιλμ που στοιβάζονται κάθε μήνα στις αίθουσες. Αν εξαιρέσουμε τον τίτλο και τον Τζορτζ Κλούνι, τίποτε το αμερικανικό δεν σκιάζει με προκαταλήψεις και συνταγές αυτό το ψυχολογικό δράμα με τα ενδιαφέροντα genre χαρακτηριστικά.

Ο σκηνοθέτης είναι ο Ολλανδός φωτογράφος, σκηνοθέτης βιντεοκλίπ και δημιουργός του Control, Άντον Κορμπέιν. Συμπρωταγωνίστρια είναι η επίσης Ολλανδή Θέκλα Ρόιτεν, πολύγλωσση και απροσδιόριστη, στον ρόλο της πόρνης που αγκιστρώνεται στον μυστηριώδη και λιγομίλητο Αμερικανό που, χωρίς να της υπόσχεται τίποτε, αποτελεί γι'αυτήν ένα παράθυρο απόδρασης. Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι το A very private gentleman του Άγγλου Μάρτιν Μπουθ (ο πρωταγωνιστής έπρεπε να αλλάξει εθνικότητα για να προσαρμοστεί στον Κλούνι). Και ο περιβάλλων χώρος είναι η Ιταλία και πιο συγκεκριμένα η κεντροδυτική επαρχία του Αμπρούτσο, κοντά στο πληγέν από τους σεισμούς χωριό Λ' Άκουιλα. Μετά τις αφόρητες φολκλορικές υπερβολές του Eat, pray, love, η Ιταλία δένει οργανικά με την υποτυπώδη αλλά ποτέ σχηματική πλοκή της ταινίας.

Η βέσπα, το μπαρ της γειτονιάς, η πλατεία, οι ντόπιοι υπάρχουν ως κομμάτι της πεζής και γκρίζας καθημερινότητας του μοναχικού επισκέπτη, ο οποίος μετακόμισε εκεί άρον-άρον, μετά από μια επίθεση που δέχτηκε στη Σουηδία, κατά την οποία αναγκάστηκε να σκοτώσει την ερωμένη του. Καταδικασμένος να μη συνάπτει στενές σχέσεις με κανέναν, βλέπει τη συνήθειά του να αντιβαίνει την αυξανόμενη επιθυμία του να έρθει πιο κοντά με τους ανθρώπους, να ζήσει κανονικά, να ερωτευτεί, να την «κάνει». Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία ταινία με θέμα την επιτακτική ανάγκη ενός παλιομοδίτη πιστολέρο να υπακούσει στο απρόσωπο αφεντικό του και να δραπετεύσει από τη σισύφεια συναλλαγή του αίματος, αλλά εδώ ο συνδυασμός ενός ψύχραιμου σκηνοθέτη και του λακωνικού, εγκρατούς και περιεκτικού στο βλέμμα και το περπάτημα Κλούνι φέρνει τον Αμερικανό σε ισάξια θέση με τις καλύτερες στιγμές ενός Ίστγουντ.

Κάποια στιγμή, στο μπαρ της πανέμορφης και ερημικής μεσαιωνικής κωμόπολης Castel del Monte, η τηλεόραση παίζει ένα γουέστερν και ο ταβερνιάρης αγνοεί τον Ίστγουντ και αναφωνεί περήφανος: είναι του Σέρτζιο Λεόνε, του Ιταλού! Ενήμερος για την μπάσταρδη γοητεία του σπαγκέτι γουέστερν, ο Τζακ ο Αμερικάνος δεν νιώθει καθόλου περήφανος που σε ένα ορεινό ησυχαστήριο απ' όπου ο νόμος απουσιάζει (Μαφία γαρ), τόσο μακριά από την πατρίδα αλλά και από κάθε έννοια σπιτικού και οικογένειας, ενδέχεται να βρει άσχημο τέλος, καθώς κοιτάζει πίσω από την πλάτη του, ψάχνοντας για το ανδρείκελο που απειλεί να τον καθαρίσει, πριν εκείνος προλάβει να δραπετεύσει.