Ένα από τα πιο βρόμικα μυθιστορήματα του Τζιμ Τόμπσον, συνεργάτη του Κιούμπρικ στο The Killing και Σταυροί στο μέτωπο, συγγραφέα των Getaway και Grifters, και ενός από τους εμβληματικά αυτοκαταστροφικούς pulp writers μετά τον πόλεμο, μεταφέρεται με ψυχραιμία αλλά και έλλειψη ύφους από τον ποντίφικα των χαμαιλεόντων σκηνοθετών, Μάικλ Γουίντερμποτομ. Η ιστορία είναι απλή και άρρωστη: ήρωας είναι ένας βοηθός σερίφη που δεν τον πιάνει το μάτι σου, αρραβωνιασμένος με μια καλή κοπέλα (Κέιτ Χάντσον), μπλεγμένος σε χρέη και κολλημένος με μια πόρνη που μόλις εγκαταστάθηκε στην πολίχνη (η Τζέσικα Άλμπα, σε ρόλο έκπληξη).

Η κοπέλα αυτή είναι το κλειδί στην πολύπλοκη ψυχοσύνθεσή του, βγάζει στην επιφάνεια τα ψυχωτικά συμπλέγματα της παιδικής του ηλικίας και πληρώνει το μάρμαρο με μια σοκαριστικά σαδιστική δολοφονία. Αυτή είναι και η μοναδική στιγμή που η ταινία ξεκολλάει πραγματικά από μια βαρετή αφήγηση και έναν τόνο τόσο σιγασμένο, που είναι να αναρωτιέται κανείς αν ο Γουίντερμποτομ έχει κάτι στο μυαλό του που δεν το μοιράστηκε με κανέναν, ή έχει τόση εμπιστοσύνη στη δύναμη του μυθιστορήματος και του εαυτού του, που πίστεψε πως δεν έχει σημασία αν οφείλει να ανεβάσει ταχύτητες και να χτίσει σωστά τις κλίμακες του.

Το πρόβλημα ξεκινάει από την ερμηνεία του Κέισι Άφλεκ, ενός μάλλον επίπεδου ηθοποιού που πατάει πάνω στις less is more διδαχές της αμερικανικής σχολής του Σπένσερ Τρέισι, αλλά υστερεί σημαντικά σε εκφραστικότητα και φωνητική ποικιλία. Ο συνδυασμός του voice over του και της υπνοβατικής του περιπλάνησης στο Κακό που σπέρνει (ως ψυχοπαθής εγκληματίας) έχει ως αποτέλεσμα έναν κακέκτυπο noir ήρωα, που προφανώς επιχειρεί να αναθεωρήσει τους λεβέντες φονιάδες του παρελθόντος, αλλά δεν το κάνει με δύναμη και συνολική υποστήριξη. Το ντεκόρ του Νότου είναι πειστικό, αλλά όχι τόσο κολλώδες και ενοχλητικό, όσο το κείμενο υπονοεί, ή οπτικά παραβατικό. Λείπει η ουσιαστική απειλή και τελικά η αρρώστια.