«Μια φορά κι έναν καιρό» αναγράφεται στην αρχή της ταινίας του Βίκτορ Ερίθε. Αμέσως μετά, μια ομάδα παιδιών υποδέχεται πανηγυρικά τον πλανόδιο προβολατζή που καταφθάνει στο χωριό για να προβάλει τον «Φρανκενστάιν» του Τζέιμς Γουέιλ, πανηγυρίζοντας που «ήρθε το σινεμά».

 

Το σινεμά είναι ο τόπος κατοικίας των παραμυθιών, κάθε παραμύθι όμως έχει το έρεισμά του στην πραγματικότητα. Γεγονότα, αγωνίες, όνειρα και όσα αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση εμπνέουν τη φανταστική αφήγηση, η τέχνη μιμείται τη ζωή, όπως λέμε. Bέβαια, ο κομπέρ που εμφανίζεται στην αρχή του «Φρανκενστάιν» στην ισπανική εκδοχή που βλέπουμε στην ταινία προτρέπει στο τέλος το κοινό να μην πιστέψει όσα είδε γυρίζοντας σπίτι. Για τη μικρή Άνα, που λόγω ηλικίας είναι πιο ευφάνταστη και ανοιχτή σε ερεθίσματα, αυτό είναι αδύνατο, παρά τη διαβεβαίωση της μεγαλύτερης αδελφής της πως ό,τι βλέπει στις ταινίες είναι ψεύτικο.

 

Βλέπεις, ο Φρανκενστάιν πυροδότησε κάτι μέσα της, σφήνωσε στον εγκέφαλό της μια ιδέα για τον κόσμο, μια ιδέα επικίνδυνη για την ισορροπία του «μελισσιού», τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνονται η «βασίλισσα» και ο αυταρχικός πατέρας της ανήλικης ηρωίδας. Η δράση του φιλμ τοποθετείται στο 1940, λίγο μετά την επικράτηση του Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο.

 

Η Άνα θα συναντήσει ένα πραγματικό πλάσμα του Φρανκενστάιν –διάολε, ακόμα και το όνομα της ταινίας παραπέμπει στον Φράνκο‒, έναν τραυματισμένο αντιφρονούντα που τίποτα τρομακτικό δεν έχει, μα ο φασιστικός όχλος διαφωνεί. Μέσα από μια σειρά συμβολισμών, ο Ερίθε αρθρώνει αντιφασιστικό λόγο όχι με την (υπερ)ανάλυση ενός φιλοσόφου ή τα λογικά επιχειρήματα ενός πολιτικού επιστήμονα αλλά με τον λυρισμό και τη σημειολογία ενός ποιητή. Ταυτόχρονα, θα καταφέρει μια σπουδαία κατάθεση στον φιλμικό κανόνα που απαρτίζεται από ταινίες, όπου το παιδικό βλέμμα είναι το πρίσμα που διαθλά τον κόσμο.

 

Ελπίζουμε ο νωχελικός ρυθμός του arthouse ευρωπαϊκού σινεμά της εποχής να μην αποθαρρύνει νωρίς νεότερους θεατές που θα βρεθούν στην αίθουσα για να παρακολουθήσουν την ταινία που «ενέπνευσε τον “Λαβύρινθο του Πάνα”», περιμένοντας ένα αντίστοιχο θέαμα. Τους διαβεβαιώνουμε πως η ταινία θα αρχίσει να δουλεύει μέσα τους ώρες μετά την προβολή. Ίσως και να σφηνωθεί στο κεφάλι τους μια ιδέα επικίνδυνη για την ισορροπία του «μελισσιού», τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται η «βασίλισσα». Και θα το κάνει με τον τρόπο που μόνο το σινεμά μπορεί.