Δυο φτωχοί άνθρωποι σε ένα προάστιο του Παρισιού ερωτεύονται και από τη σχέση τους, που δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα, προκύπτει ένα όμορφο αγοράκι, ο Ρίκι. Ξεκινώντας από τον ρεαλισμό, ο Φρανσουά Οζόν στεγάζει τις ανησυχίες του σε ένα σουρεαλιστικό εύρημα: ο Ρίκι αποκτά φτερά, κανονικά φτερά, βρόμικα και καφέ, σαν να ήταν πτηνό.

Στην αρχή τα φτερά μοιάζουν με ενός πουλιού και όσο προχωράει η ταινία ο Ρίκι θα μεταμορφωθεί σε μικρό άγγελο, που αυτονομείται και αποδρά, όπως και η ταινία του Οζόν, που πασχίζει να καθίσει στα αυγά της, αν υποθέσουμε πως δεν έχει τελείως χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Διότι ο Οζόν δεν συνηθίζει να δημιουργεί ακριβώς ταινίες, αλλά να κάνει σχόλια πάνω στις δικές του ταινίες και στις ταινίες άλλων, πετώντας από τη μία κινηματογραφική κανάρα στην επόμενη. Και για να καλαμπουρίσω πομπωδώς σαν κι εκείνον, κάνει κάτι σαν εννοιολογικό, κρυφοαφηγηματικό μετα-σινεμά του Γάλλου μεγαλοαστού διανοούμενου αντί-auteur.

Κι ενώ υπάρχουν πάντα ενδιαφέροντα στοιχεία στα φιλμ του, καθώς και η απορία μας για το τι ακριβώς θα «συλλάβει» στην κάμερά του και με ποιο registre (κάτι ανάμεσα σε τεχνική, ύφος και τόνο), υπολείπεται σε πρωτοτυπία και δύναμη στην υπογραφή, εκτός από το Sous le Sable και το 5 επί 2. Η ιστορία τού ιπτάμενου μωρού, που αποτελεί τη φενάκη ευτυχίας για το ζευγάρι της μιζέριας και παράλληλα είναι μια ματιά στις φάσεις της μητρότητας, στριμώχνεται στη σάτιρα και το δράμα, και δεν εκπληρώνει τον στόχο της, δηλαδή να είναι μια λεπτή κωμωδία φαντασίας - απλώς φαντάζεσαι το γέλιο που θα είχε, αν ήταν στ' αλήθεια κωμωδία.