Αφήνοντας για λίγο πίσω τη νευρώδη κίνηση της κάμερας, την ανεξάντλητη λίστα τραγουδιών, όχι όμως και την αγαπημένη του κινηματογραφική έννοια (και έγνοια), την ενοχή, ο Μάρτιν Σκορσέζε βαθαίνει την πνευματική αμφιβολία στη «Σιωπή», ένα αναπάντεχα ταπεινό έργο σε σχέση με ό,τι έχει δείξει μέχρι σήμερα. Μπρεσονικό στην αίσθηση και εν μέρει στην ουσία, ένας φόρος τιμής στους Ιάπωνες μετρ του σινεμά, το φιλμ είναι προσωπική υπόθεση και το επεξεργάζεται εκ των ένδον. Στην άλλη μεγάλη του ταινία επί της πίστης, τον «Τελευταίο Πειρασμό», φαινόταν να χρησιμοποιεί τον Νίκο Καζαντζάκη για να στήσει ένα κινηματογραφικό «όραμα» και ταυτόχρονα μια λυτρωτική δικαιολογία του αδύναμου ανθρώπου επί της διπλής φύσης: ο Ιησούς τού ήταν χρήσιμος ως υποδειγματικό θύμα που παλεύει με τον Θεό του, περίπου όπως ένας αμαρτωλός με την καθολική του ανατροφή. Κοίταξε το θέμα του εντυπωσιακά, εξαντλητικά, αν και δεν μπήκε ποτέ στην καρδιά του. Η «Σιωπή», του Θεού βεβαίως (η διφορούμενη απραξία μπροστά στο κάλεσμα του πιστού στα δύσκολα), εξιστορεί το μακρύ ταξίδι της ακλόνητης βεβαιότητας στην πικρή ήττα της προδοσίας μέσα από την οδύσσεια δύο Πορτογάλων Ιησουιτών ιερέων στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα.

 

Ο Σκορσέζε καταθέτει τη σκέψη του με λιτότητα και δέος, χωρίς κινηματογραφικούς εκβιασμούς και άσχετα με το θέμα διλήμματα

 

Ο Ροντρίγκεζ (Άντριου Γκάρφιλντ) και ο Γκαρούπε (Άνταμ Ντράιβερ) ζητούν επίμονα να μεταβούν στην ξένη χώρα, αναζητώντας τον μέντορά τους, τον πατέρα Περέρα (Λίαμ Νίσον), όταν μαθαίνουν, έκπληκτοι, πως αποστάτησε. Ο βασανισμός και ο διωγμός τους, μετά από μια μεγάλη περιήγηση στον τόπο των Σογκούν, όπου οι λιγοστοί προσηλυτισμένοι χριστιανοί ζουν λαθραία και υφίστανται ταπεινωτικό εξαναγκασμό απάρνησης ποδοπατώντας και φτύνοντας εικόνες, παρουσιάζεται ως μαρτύριο πολύ πιο ρεαλιστικό και χθόνιο από τις περιγραφές της Καινής Διαθήκης − και σίγουρα πιο ρευστό στο ηθικό του πλαίσιο: ο Σκορσέζε προσπαθούσε για πάνω από 20 χρόνια να διασκευάσει το μυθιστόρημα του Σουζάο Έντο, έχοντας τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τον Μπενίσιο ντελ Τόρο στα αρχικά του πλάνα, αλλά τώρα φαίνεται πόσο επείγον και επίκαιρο είναι, με δεδομένη τη διαβρωτική, θανάσιμη μισαλλοδοξία των καιρών μας. Οι ιερείς δεν έχουν επίγνωση της επιθετικής φύσης της «δουλειάς» τους, υπεροπτικά θεωρώντας φυσική την αλλαγή πίστης σε μια χώρα που ανέκαθεν φημιζόταν για τις ισχυρές της ρίζες, την αμετακίνητη παράδοση και τη βίαιη εξάρθρωση των εχθρών της. Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο Ιησουιτών με τους Ιάπωνες «εξολοθρευτές» είναι το κλειδί της ταινίας, ένας ήπιος αναχρονισμός στην εκφορά του, που θέτει διαχρονικά ερωτήματα μεταξύ γκανγκστερισμού και διπλωματίας, εκβιασμού και ευγενικής ανταλλαγής επιχειρημάτων.

 

Με μεγάλες σκηνές, αν και όχι με τις χαρακτηριστικές plans-séquences, που ναι μεν θαυμάζει, αλλά δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία του, ο Σκορσέζε σκύβει διακριτικά σε μια κουλτούρα που θαυμάζει, παίρνοντας τη θέση του εισβολέα που δεν διαθέτει το πλεονέκτημα της έδρας και συνεπώς οφείλει να ακούσει προσεκτικά − τον ρόλο του εξεταστή ενσαρκώνει με χιούμορ και απειλή, καταπληκτικά, ο Ίσεϊ Ογκάτα, τον οποίο είχαμε δει στην «Ήλιο» του Αλεξάντερ Σοκούροφ ως αυτοκράτορα Χιροχίτο. Με δύο ζουμ όλα κι όλα, ένα out όταν η ελπίδα του Ροντρίγκεζ τον εγκαταλείπει κι ένα in την κρίσιμη στιγμή, ο Σκορσέζε καταθέτει τη σκέψη του με λιτότητα και δέος, χωρίς κινηματογραφικούς εκβιασμούς και άσχετα με το θέμα διλήμματα. Η «Σιωπή» είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι στην καρδιά του σκότους σε μια ειδυλλιακή Αποκάλυψη, μέχρι να βρεθεί ο εξαφανισμένος αρχηγός, που, όπως ο Κουρτζ, λειτουργεί σαν φάντασμα καλά κρυμμένο στις αντικρουόμενες φήμες γύρω από την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, και σαν τον Μάρλον Μπράντο στο αριστούργημα του Κόπολα μετατρέπεται σε πυξίδα που μπερδεύει τη λογική, πολύ πριν εμφανιστεί στην οθόνη.