Με διάχυτη αισιοδοξία παρακολουθούμε τον μικρό Μέισον και την οικογένειά του να ζουν τη ζωή τους, να μεγαλώνουν, να αλλάζουν κι όλα αυτά παράλληλα με την ιστορία της Αμερικής που μεγαλώνει... «Boyhood»...Η πιο ωραία ειπωμένη ιστορία ενηλικίωσης που γνώρισε ποτέ το σινεμά μάς κάνει να αναπολούμε τη δική μας παιδική ηλικία αλλά και να προβληματιζόμαστε με απλότητα, χιούμορ κι ευαισθησία για το νόημα της ζωής, τη συντροφικότητα, τον χρόνο που περνάει γρήγορα μέσα από εικόνες, μικρές και μεγάλες στιγμές γεμάτες φυσικότητα, ανθρωπιά, τρυφερότητα, αλήθεια.


Οι πραγματικά σπουδαίες ταινίες που πραγματεύονται τα αιώνια ζητήματα, όπως η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας στην περίπτωση του Boyhood, αποφεύγουν να προειδοποιήσου τον θεατή για τις προθέσεις τους. Με εξαιρετική ρευστότητα και αβίαστη διακριτικότητα, η ταινία μας εμπλέκει στις οικείες περιπέτειες μιας οικογένειας που ενώνεται και διασπάται πολλές φορές, σε μαεστρική σύλληψη και εκτέλεση του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.


Ο υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης (που διανύει μια χρυσή περίοδο ωριμότητας) είχε τη φιλόδοξη ιδέα να χρησιμοποιήσει τους ίδιους ηθοποιούς για να αφηγηθεί την ιστορία της ανατροφής ενός αγοριού. Κάθε καλοκαίρι, καλούσε τους επαγγελματίες Ίθαν Χοκ και Πατρίσια Αρκέτ, που υποδύονται τους γονείς, τον άγνωστο πιτσιρικά Έλαρ Κολτρέιν και την κόρη του Λορελάι για να κάνουν σποραδικά γυρίσματα στο Τέξας, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό και τη διαθεσιμότητα του καθενός. Ως σενάριο χρησιμοποίησε μια ραχοκοκαλιά πλοκής και από εκεί και πέρα ανέπτυξε τα βασικά, αντί να παραδοθεί στους συνήθεις μηχανισμούς της μελοδραματικής φαντασίας, χωρίς να εκμεταλλεύεται την κατάσταση που δημιούργησε για λόγους σκηνοθετικής ηδονοβλεψίας («κοιτάξτε με, έχω σκεφτεί ένα φοβερό gimmick, και θέλω να το καταλάβετε...»).


Με την απόσταση ασφαλείας από την υστερία που τον διακρίνει, ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ κατανόησε και απέδωσε τα λάθη και τα πάθη της εφηβείας, όπως αντίστοιχα ένας ψυχίατρος θα σημείωνε με προσοχή και θα έβγαζε διάγνωση για τον ασθενή του. Μόνο που στο πεποιημένο είδος των ταινιών ενηλικίωσης δεν υπάρχει ακριβώς αρρώστια αλλά το τέρας της εφηβείας, αυτό που μεταμορφώνει τον βασικό ήρωα Μέισον από χαριτωμένο παιδάκι σε έναν αποξενωμένο έφηβο, πριν φλερτάρει με το coolness στο κατώφλι του ανδρισμού και της αυτοπεποίθησης. Ο σκηνοθέτης προτιμάει να αφήσει την ιστορία του να κυλήσει σαν το ποτάμι, να μην αποφύγει τις εκρήξεις των γονιών που μαλώνουν και χωρίζουν, να σκύψει διακριτικά στις παρατεταμένες, στενόχωρες σιωπές του Μέισον, με σκοπό να καταγράψει τις λεπτομέρειες των σχέσεων και τη δυναμική της οικογένειας, που γεφυρώνει τις διαφορές της με τον χρόνο.

 

Η ταινία αναπνέει, βασικό για και απαραίτητο στοιχείο για ένα έργο πάνω στην ύπαρξη, που καταπιάνεται με την έκφραση της καθημερινότητας και τους ρυθμούς της. Η υπομονή του Λινκλέιτερ τον ανταμείβει πλήρως. Οι 39 ημέρες γυρίσματος μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 12 ετών (ένα καθαρό ρίσκο, με πολλές πιθανότητες για φιάσκο) είχαν ένα πανηγυρικό αποτέλεσμα: ο Ίθαν Χοκ και η Πατρίσια Αρκέτ ποτέ δεν ήταν καλύτεροι στο σινεμά, ο άπειρος Έλαρ Κολτρέιν είναι ο τέλειος αγωγός της άχαρης μεταμόρφωσης αλλά και της ευαίσθητης ψυχής που δέχεται και επεξεργάζεται ως αυθεντική ενσάρκωση της παιδικής ηλικίας που περνάει τελετουργικά τα στάδια της ενηλικίωσης. Θεωρητικά, είναι λίγο τρομακτικό να βλέπουμε τους ηθοποιούς να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια μας (οι διαφορές μέσα στα 12 χρόνια είναι εμφανείς), αλλά το δυνητικό θρίλερ γίνεται ένα οικείο home movie στα χέρια του Λινκλέιτερ. Το Μεγαλώνοντας διαθέτει δυσεύρετη αυθεντικότητα και αναντίρρητη αλήθεια, μια εμπειρία για τον θεατή και ένα ειλικρινές αντίδοτο στο κύμα των συνθετικών ταινιών που μας έχουν κάνει, κυριολεκτικά, να μην πιστεύουμε στα μάτια μας με τις ταινίες που παράγονται.