Στην έκθεση του Κωνσταντίνου Λαδιανού στην γκαλερί CAN τα έργα του των τελευταίων τεσσάρων ετών φέρουν τον αινιγματικό τίτλο «Το χρονικό της αναισθησίας». Τα κεραμικά του συγκροτούν μια άτυπη κοινότητα έργων υψηλής αισθητικής και έντασης, μαγικής υφής, με τις τρισδιάστατες φιγούρες να έχουν ξεπηδήσει από τους πίνακες γύρω μας. Η μεγάλη σειρά των κεραμικών γλυπτών, οι πίνακες και τα κεντήματά του συνδέονται με αυτοβιογραφικά στοιχεία που συναντούν αφηγήσεις εμπνευσμένες από την παράδοση, την αγιολογική γραμματεία και τη λαϊκή μυθολογία. Κάθε έργο δημιουργεί έναν αυτόνομο χώρο που λειτουργεί ως καταγραφή, μεταφέροντας μια ατμόσφαιρα, ένα συναίσθημα, την αίσθηση μιας εποχής, ένα κεφάλαιο που εντάσσεται σε μια ευρύτερη αφήγηση, σε μια συνεκτική μορφή εξιστόρησης από την οποία ξεπηδούν ελεύθερα και άτακτα νέες προσωπικές ιστορίες και μύθοι που πλάθει ο θεατής.
Ο Κωνσταντίνος, που φοίτησε στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε μαθητής του Δημήτρη Κοντού, ήθελε πάντα να γίνει ζωγράφος και δεν άλλαξε ποτέ μέσο, ενώ ακόμα και στα κεντήματά του ζωγραφίζει με βελονιές έργα με επιρροές από πολλούς πολιτισμούς. Στην περιπέτεια της κεραμικής μπήκε πριν από λίγα χρόνια, όταν ένας φίλος του, που κάνει κεραμική και του πόζαρε για το έργο «Καυσοκαλυβίτης», του έδωσε ένα κομματάκι πηλό και του είπε «πάρε κι εσύ να κάνεις κάτι».
Η αναισθησία έρχεται ως το αντίθετο της ευαισθησίας, μιας λέξης πολύ φορτισμένης και βαρύγδουπης, που στην εποχή μας χρησιμοποιείται κατά κόρον και η σημασία της εργαλειοποιείται.
«Έφτιαξα κάτι και ο φίλος μου μού το έφερε ψημένο. Έπαθα σοκ από τη χαρά μου που το είδα τελειωμένο. Τότε άρχισε όλη αυτή η ιστορία, με συνεπήρε όλο αυτό ως διαδικασία και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Στην αρχή, από θέματα της ζωγραφικής μου έκανα σειρές με κεραμικά. Είχα αυτό το σκεπτικό, τα θέματα να γίνουν τρισδιάστατα σε διάφορες εκδοχές. Δουλεύοντας με αυτό το μέσο, με τον πηλό, τα πρόσωπα που κατασκευάζω ως κομμάτια της προσωπικής μου μυθολογίας τα εμπνέομαι ξανά και βγαίνουν καινούργια. Έτσι συγκροτείται ένα προσωπικό ημερολόγιο που κινείται ανάμεσα στο βίωμα, τον μύθο, το θαύμα και το τερατώδες», λέει.

Όταν αρχίζουμε να μιλάμε για την κεραμική, ανατρέχει σε μια παλιά ανάμνηση: «Όταν ήμουν παιδί, πριν φύγουμε για διακοπές, μου έπαιρνε η μητέρα μου πηλό από τον Καρδιακό στο Μαρούσι και με αυτόν έφτιαχνα παιδικά πράγματα. Προφανώς αυτό είχε μείνει μέσα μου ως μνήμη, ως πληροφορία της επιδεξιότητας των χεριών. Έτσι, όταν ξανάπιασα τον πηλό, ήταν σαν να ασχολιόμουν πάντα με αυτό το μέσο, ήταν κάτι οικείο και είχα επιτυχία, δεν μου έσπαγαν τα αντικείμενα στο καμίνι, μου έβγαιναν τα χρώματα και οι φόρμες ωραίες, ήταν κάτι ενθαρρυντικό».
Οι πίνακες και τα γλυπτά ξεπηδούν από έναν κοινό κόσμο σε αλληλεπίδραση και διάλογο, από μια ιστορία που είναι ένα ημερολόγιο, ένα χρονικό. Ρωτώντας για τη σημασία της αναισθησίας, μου εξηγεί ότι ως καλλιτέχνης, όταν αρχίσει να δουλεύει τα έργα του πρέπει να κάνει μια παύση, να πάρει μια απόσταση από όσα συμβαίνουν στον κόσμο και γύρω του. Η αναισθησία δεν είναι μόνο μια κατάσταση αλλά και μια στάση απέναντι σε περιστατικά που μας διαμόρφωσαν. Σημαίνει την απώλεια αίσθησης ή την αδράνεια που συνοδεύει την ψυχική ή τη σωματική εξάντληση. «Το λέω και με μια δόση ειρωνείας απέναντι σε εμπειρίες που μας συνταράσσουν. Η αναισθησία έρχεται ως το αντίθετο της ευαισθησίας, μιας λέξης πολύ φορτισμένης και βαρύγδουπης, που στην εποχή μας χρησιμοποιείται κατά κόρον και η σημασία της εργαλειοποιείται», λέει.
Παίρνοντας την απαραίτητη γι’ αυτόν απόσταση από τα πράγματα, όταν δουλεύει, η αδράνεια γίνεται μορφή δράσης και η αναισθησία γίνεται κι αυτή ένα συναίσθημα – ίσως το πιο αναγκαίο στην καλλιτεχνική δημιουργία μαζί με το χιούμορ που συναντά κάποιος σε όλα του τα έργα, μια μικρή δόση, σχεδόν αόρατη, ανεπαίσθητη, που φωτίζει το δυσβάσταχτο, μαλακώνει τις εντάσεις και δημιουργεί νέες αφηγήσεις και ιστορίες, οι οποίες μεταφέρονται με ορμή στους προσωπικούς μας μικρόκοσμους.

Οι γλυπτές ζωικές φιγούρες που λειτουργούν ως καθρέφτες εσωτερικών καταστάσεων του δημιουργού τους και αναφέρονται σε δικές του φάσεις και ψυχολογικές περιόδους εκφράζουν ατμόσφαιρες και διαφορετικές πτυχές του ψυχισμού του, μετατρέποντας το ζωικό βασίλειο σε χάρτη συναισθημάτων, ενστίκτων και επιθυμιών. Μια καμήλα βασανίζεται από έναν κόμπο που έχει στον λαιμό, ένας λύκος αεροδυναμικός, ελεύθερος και «τρελός», τρέχει στους πάγους, ένα πρόβατο επάνω σε πέτρες που θυμίζουν θυσιαστήριο οδηγείται σε οικειοθελή θυσία, ένας δικέφαλος αετός ετοιμάζεται να φάει τις σάρκες του, ένα χταπόδι που κρύβει το κεφάλι του με τα πλοκάμια του στέκει σχεδόν ντροπαλά απέναντί μας. Από απλές αναπαραστάσεις τα ζώα αποκτούν την πυκνότητα συμβόλων και γίνονται ενσαρκώσεις υπαρξιακών εντάσεων. Τα σώματά τους, οι μύες και οι εκφράσεις τους φέρουν λεπτές ανθρώπινες αποχρώσεις· δεν είναι ανθρωπόμορφα, αλλά αποκαλύπτουν το ανθρώπινο μέσα από τη στάση ή τα βλέμματά τους.
Παράλληλα, στη δουλειά του η ένωση του ζωικού και του ανθρώπινου συνομιλεί και με έναν άλλο κόσμο συμβόλων: εκείνον των συναξαριών, των αγιολογικών κειμένων και της «Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου». Κινούμενες ανάμεσα στο υπερφυσικό και το παράλογο, οι αναρχικές συχνά μορφές του Μάξιμου του Καυσοκαλυβίτη και του αγίου Ονουφρίου εμφανίζονται στα έργα του ως αλληγορικές παρουσίες, φέρνοντας την ένταση του μύθου αλλά και του ονείρου.
Η έλξη που ασκούν αυτά τα κείμενα στον Κωνσταντίνο Λαδιανό έχει ως αφορμή τις επισκέψεις σε εκκλησίες στα παιδικά του χρόνια. «Πάντα μου άρεσε η ζωγραφική και άρχισα να ζωγραφίζω από πολύ μικρός. Πηγαίναμε σε μουσεία, αλλά είχα και έναν θείο που ήταν μανιακός με τις παλιές εκκλησίες και χάρη σ’ αυτόν επισκέφθηκα πολλές από αυτές. Θυμάμαι, έλεγε “αν θέλετε να δείτε τέχνη της Ελλάδας παλιά, τη βλέπετε σε μια εκκλησία που τις συγκεντρώνει όλες, τη ζωγραφική, την κεντητική, την ξυλογλυπτική”. Έτσι συνδέθηκα βαθιά με τη βυζαντινή τέχνη, που τη μελετώ διαρκώς και στην οποία αναφέρομαι όπως άλλοι στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί θαύμασα και απόλαυσα και μελέτησα τη ζωγραφική και ήταν αυτή η τέχνη που με οδήγησε σε μια ελεύθερη χρήση του χρώματος· τα βουνά, για παράδειγμα, στις αγιογραφίες είναι κάποιες φορές μοβ και γαλάζια, κάτι που μου δημιούργησε ένα πολύ απελευθερωτικό συναίσθημα όταν ήθελα να απομακρυνθώ από τον ρεαλισμό».



Τα πρόσωπα που εικονίζονται στους πίνακες του Λαδιανού, σαν βιβλικές μορφές, μοιάζουν να ξεπηδούν από βίους αγίων. «Μελετώ τους βίους των αγίων, είναι θαυμαστοί και μυθιστορηματικοί και μέσα σε αυτούς υπάρχει πάντα μια στιγμή, ένα περιστατικό που με εντυπωσιάζει. Ας πούμε, στον πίνακα με τον άγιο Ονούφριο με εντυπωσίασε ότι πήγε να πιει νερό με τα άλλα θηρία και τον πέρασαν για ζώο. Η σκηνή που μπερδεύεται ο άνθρωπος με το ζώο είναι πολύ δυνατή, έχει αυτό το στοιχείο στο οποίο ο άνθρωπος δεν υποβιβάζεται. Μάλιστα, πιστεύω ότι δεν έχει μελετηθεί όσο της αξίζει. Ο Καυσοκαλυβίτης είναι τρεις ίδιες φιγούρες, η μία φτιάχνει ένα σπίτι, η άλλη το καίει και η τρίτη απομακρύνεται από αυτό. Είναι μια αλληγορία στην οποία υπάρχει κάτι αναρχικό: να καις το σπίτι σου που το έχεις φτιάξει αλλά και να μπορείς να αποκοπείς από την ασφάλειά του, να απομακρυνθείς από αυτό που σε έχει εγκλωβίσει και να το αναδημιουργήσεις», λέει.
Οι μορφές στα έργα του δεν είναι απλώς δανεισμένες από τα κείμενα αλλά γεννιούνται μέσα από τη σχέση του καλλιτέχνη με τους δικούς του ανθρώπους. Τα χαρακτηριστικά και οι προσωπικές τους ιστορίες τού εμπνέουν ενσαρκώσεις αυτών των μυθικών και αγιολογικών χαρακτήρων. Εδώ το προσωπικό μπλέκεται με τον μύθο, με τη ζωή και τις εμπειρίες του καλλιτέχνη, με την επαφή με τους ανθρώπους γύρω του και παραβολικά δημιουργεί έναν νέο χώρο συνύπαρξης του μύθου και της αλληγορίας με την καθημερινή εμπειρία.

Κατεβαίνοντας στο υπόγειο της CAN, στο υποβλητικό παλιό καταφύγιο της SAS, της μονάδας της Αεροπορικής Υπηρεσίας των Ειδικών Δυνάμεων του βρετανικού στρατού στην Αθήνα, δυο κεραμικά μπούστα που αναπαριστούν με φαντασία το κυκλοφορικό και το νευρικό μας σύστημα βρίσκονται ανάμεσα σε υπέροχα έργα κεντητικής. Σε ένα βαμβακερό γαλάζιο σατέν πανό ζωντανεύουν χρυσοί φοίνικες, με τα χρυσά κορδόνια τους να έχουν γίνει παραγγελία στα παλιά εργαστήρια του Μέντη. Κοιτάζοντας τα έργα σε ύφασμα με τους φοίνικες και τον ήλιο, ανακαλύπτεις τις χιλιάδες λεπτές βελονιές τους, μια ζωγραφική με κλωστές. Όπως μας λέει ο καλλιτέχνης, «δεν χρειάζεται να σε μάθει κάποιος να κεντάς, είναι χρώματα και συνδυασμοί».
Όπως στα γλυπτά του, που ξεπήδησαν από τους πίνακες και απέκτησαν τρισδιάστατη υπόσταση, έτσι και στα κεντήματα, η χειροποίητη υλικότητα των έργων παραμένει κεντρική στη σκέψη και την πρακτική του καλλιτέχνη, που δημιουργεί κάθε έργο από την αρχή μέχρι το τέλος διατηρώντας μια άμεση και σωματική σχέση με το κάθε αντικείμενο.
«Η χειροτεχνία σήμερα», λέει, «έχει σβήσει. Αναρωτιέμαι πώς εξαφανίστηκε όλη αυτή η ενέργεια και η επιδεξιότητα των χεριών που είχαν οι παλιότεροι, πού πήγε; Οι τεχνίτες, οι γυναίκες που έφτιαχναν αυτά τα συναρπαστικά υφάσματα και υφαντά δεν έφτιαχναν μόνο χρηστικά αντικείμενα, έβαζαν το γούστο τους και μια καλλιτεχνική υπογραφή. Ακόμα και στα κεραμικά το βλέπεις αυτό, στη φόρμα ή σε ένα μικρό σχέδιο, ένα στολίδι. Είναι μια απώλεια το ότι όλη αυτή η παράδοση χάθηκε, όλη αυτή η χειροτεχνική εργασία που δεν λειτουργούσε μόνο πρακτικά αλλά και πνευματικά και ψυχικά».
Αν αυτή η έκθεση λειτουργεί ως ημερολόγιο του δημιουργού, στις σελίδες του αποκαλύπτεται ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα και μέσα. Μπορεί να είναι προσωπική και μυθική, χιουμοριστική και σοβαρή, να κινείται από την επιφάνεια της ζωγραφικής ως τη σωματικότητα της γλυπτικής χειρονομίας, ως τόπος συνύπαρξης αντιθέσεων και συναισθημάτων που δονούνται και γεννούν ιστορίες και νέες εμπειρίες.

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Chronicles of Anesthesia» εδώ