Από τους ζωγράφους των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ο Ζορζ Ρουό είναι ο πιο λησμονημένος. Συνδέθηκε με τα κινήματα του φοβισμού και του εξπρεσιονισμού, ήταν διάσημος στην εποχή του για τους εξπρεσιονιστικούς πίνακες που ζωγράφιζε με τόλμη, βαθύ συμβολισμό και λυρισμό, τα έργα του μπήκαν σε κρατικά ιδρύματα και συλλογές καλλιτεχνών και σταρ όπως ο Μπομπ Ντίλαν, όμως μετά τον θάνατό του το 1958 ξεχάστηκε.
Η αναδρομική έκθεση «Georges Rouault», που παρουσιάζεται στην Casa Cipriani στο ιστορικό Battery Maritime Building στη Νέα Υόρκη, ελπίζει να τον συστήσει, μέσα από 20 έργα που καλύπτουν μια διαδρομή μισού αιώνα, από το 1908 έως το 1953, σε ένα νέο κοινό που θα ανακαλύψει την εξέλιξη της μοναδικής του καριέρας και του ασυμβίβαστου οράματός του.
Ο Γάλλος μοντερνιστής ζωγράφος και χαράκτης κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της τέχνης του εικοστού αιώνα, με κύριο χαρακτηριστικό ότι έφερε βαθιά θρησκευτικά θέματα στο κίνημα της μοντέρνας τέχνης στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Χάρη στις έντονες πινελιές και τα μη φυσικά χρώματα που χρησιμοποιούσε, μπορεί να θεωρηθεί φοβιστής, ενώ η βαθιά προσωπική έκφραση τού πώς έβλεπε τον κόσμο που αποτυπώνεται στους πίνακές του μπορεί να τον κατατάξει στους εξπρεσιονιστές.
Γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια στο Παρίσι, σε ένα κελάρι, μετά την καταστροφή του σπιτιού της οικογένειάς του κατά την παρισινή εξέγερση του 1871. Η μητέρα του ενθάρρυνε την αγάπη του για τις τέχνες και το 1885 ο δεκατετράχρονος Ρουό ξεκίνησε μια μαθητεία ως ζωγράφος και συντηρητής υαλουργίας σε βιτρό και σε αναστηλώσεις μεσαιωνικών παραθύρων. Αυτή η πρώιμη εμπειρία του στην τεχνική της υαλουργίας πιθανώς είναι η προέλευση των έντονων μαύρων περιγραμμάτων και των λαμπερών χρωμάτων που χρησιμοποιούσε, πράγμα που έκανε τα έργα του να θυμίζουν βιτρό.

Τα βράδια, ο νεαρός Ρουό παρακολουθούσε την Ecole des Arts Decoratifs και αργότερα σπούδασε στην Ecole des Beaux-Arts. Εκεί γνώρισε τον Γκιστάβ Μορό και έγινε ο αγαπημένος του μαθητής. Στα πρώτα έργα του Ρουό ο συμβολισμός στη χρήση του χρώματος πιθανώς αντανακλά την επιρροή του Μορό. Όταν ο Μορό πέθανε, το 1898, ο Ρουό ορίστηκε ως επιμελητής του Μουσείου Μορό στο Παρίσι. Πολλοί σημειώνουν ως κομβικό σημείο επιρροής στο έργο του τη συναισθηματική κατάρρευση που υπέστη μεταξύ 1895 και 1898. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Ρουό έγινε ευσεβής Ρωμαιοκαθολικός.
Το 1891 ζωγράφισε τον «Δρόμο προς τον Γολγοθά» και λίγα χρόνια αργότερα κέρδισε το βραβείο Chenavard. Από το 1895 και μετά, συμμετείχε σε μεγάλες δημόσιες εκθέσεις, κυρίως στο Salon d'Automne, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος, όπου εκτέθηκαν πίνακές του με θρησκευτικά θέματα, τοπία και νεκρές φύσεις. Ο Ρουό γνώρισε τον Ανρί Ματίς, τον Αλμπέρ Μαρκέ, τον Ανρί Μανγκέν και τον Σαρλ Καμουάν. Αυτές οι φιλίες τον έφεραν κοντά στο κίνημα του φοβισμού· έτσι, το 1905 εξέθεσε τους πίνακές του στο Salon d'Automne μαζί με τους άλλους φοβιστές. Παρουσιάστηκαν πολλές από τις ακουαρέλες του, που απεικόνιζαν σεξεργάτριες, κλόουν και ακροβάτες ζωγραφισμένους με ζοφερά χρώματα. Ενώ ο Ματίς αντιπροσώπευε τις στοχαστικές και ορθολογικές πτυχές της ομάδας, ο Ρουό είχε ένα πιο αυθόρμητο και ενστικτώδες στυλ. Η χρήση έντονων αντιθέσεων και συναισθηματικότητας αποδίδεται στην επιρροή του Βίνσεντ βαν Γκογκ και τα υπερβολικά τονισμένα, γκροτέσκα πρόσωπα που ζωγράφιζε ενέπνευσαν τους εξπρεσιονιστές.

Καθώς δεν επικεντρωνόταν σε πορτρέτα, τοπία, ακουαρέλες ή ελαιογραφίες, είναι δύσκολη η κατάταξή του σε ένα συγκεκριμένο είδος. Χάρη στις έντονες πινελιές και τα μη φυσικά χρώματα που χρησιμοποιούσε, μπορεί να θεωρηθεί φοβιστής, ενώ η βαθιά προσωπική έκφραση τού πώς έβλεπε τον κόσμο που αποτυπώνεται στους πίνακές του μπορεί να τον κατατάξει στους εξπρεσιονιστές. Ο Ρουό τελικά χάραξε το δικό του μονοπάτι, αναπτύσσοντας ένα απαράμιλλο στυλ στο οποίο κυριάρχησε η ένθερμη πνευματικότητα και το ανθρωπιστικό του όραμα.
Σύντομα, επικεντρώθηκε στην απεικόνιση όσων βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας, αποτυπώνοντας στον καμβά τους φτωχούς, τους πονεμένους και τους απόκληρους με σεβασμό και ακατέργαστη συναισθηματική ένταση. Τα έργα της έκθεσης στη Νέα Υόρκη αναδεικνύουν τα ισχυρά αρχέτυπα που όρισαν το έργο του.
Το 1907, ο Ρουό ξεκίνησε μια σειρά από πίνακες με θλιμμένους κλόουν και καλλιτέχνες τσίρκου, μοναχικές σεξεργάτριες, στωικούς δικαστές και στοχαστικές θρησκευτικές μορφές. Επιδιώκοντας να αποκαλύψει τις ψυχές πίσω από τις μάσκες, έδωσε στα θέματά του αξιοπρέπεια και συναισθηματικό βάθος. Τα φώτισε και τα ανέδειξε ως σύμβολα αντοχής, οδύνης και λύτρωσης, σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από τον πόλεμο και την απογοήτευση. Θεωρείται ότι με αυτούς τους πίνακες ο ζωγράφος ασκεί ηθική και κοινωνική κριτική. Κατόπιν, αφιερώθηκε σε θρησκευτικά θέματα. Η ανθρώπινη φύση ήταν πάντα στο επίκεντρο του έργου του. Όπως έλεγε, «ένα δέντρο κόντρα στον ουρανό έχει το ίδιο ενδιαφέρον, τον ίδιο χαρακτήρα, την ίδια έκφραση με τη μορφή ενός ανθρώπου».


Ενώ το έργο του άλλαξε κατά τη διάρκεια των ετών, διατήρησε την πνευματική και την ηθική του βαρύτητα, ενώ η θεματολογία του εξελίχθηκε παράλληλα. Στη διάρκεια της ζωής του απομακρύνθηκε από τις σκηνές του περιθωρίου που είχαν καθορίσει το προηγούμενο έργο του και στράφηκε σε εικόνες που ενσάρκωναν μια ήσυχη πνευματικότητα – ιερές μορφές που αποδίδονταν με ένταση.
Το 1910, ο Ρουό εξέθεσε τα πρώτα του έργα στην Πινακοθήκη Ντρουέ. Οι πίνακές του μελετήθηκαν από Γερμανούς καλλιτέχνες από τη Δρέσδη, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα του εξπρεσιονισμού. Από το 1917 που αφιερώθηκε στη ζωγραφική, η χριστιανική πίστη του διαμόρφωσε το έργο του, και έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο παθιασμένος καλλιτέχνης θρησκευτικών θεμάτων του 20ού αιώνα. Κινήθηκε ανάμεσα στον εξπρεσιονισμό και τη θρησκευτικότητα χωρίς αυστηρότητα, πράγμα που ενέπνευσε τους ομότεχνούς του και τη μοντέρνα ζωγραφική.



Το έργο του τράβηξε γρήγορα την προσοχή του πιο διάσημου εμπόρου τέχνης στο Παρίσι, του Αμπρουάζ Βολάρ, και του Πιερ Ματίς στη Νέα Υόρκη, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας υποδοχής της μοντέρνας τέχνης. Αν και ο Ρουό δεν μπορούσε να ταξινομηθεί εύκολα, οι σημαντικοί αυτοί έμποροι έφεραν το έργο του στη διεθνή σκηνή. Μάλιστα, ο Βολάρ, διαβλέποντας την επιδεξιότητά του σε διάφορα είδη, του ανέθεσε εικονογραφήσεις βιβλίων, στις οποίες ο Ρουό πειραματίστηκε με τη χαρακτική, την ξυλογραφία, τις ταπισερί, το σμάλτο και τη χρωματική λιθογραφία. Ο Βολάρ τον βοήθησε να εγκατασταθεί σε ένα μεγάλο στούντιο στο Παρίσι και μεταξύ 1917 και 1927 εικονογράφησε τα βιβλία «Pere Ubu», «The Circus», «Les Fleurs du mal», «Miserere» και «Guerre».
Πολλοί διαβάζουν τα έργα του που αφορούν τους χώρους σεξεργασίας ως κριτική απέναντι στην αμαρτία και τις ανισότητες και θεωρούν περιφρονητική ακόμα και την παλέτα των χρωμάτων που χρησιμοποίησε στο διάσημο έργο του «Πόρνη μπροστά στον καθρέφτη της», το οποίο απεικονίζει μια γυναίκα να καθρεφτίζεται, με το είδωλό της να είναι ένα αποκρουστικό πρόσωπο.
Η οργή του αντικαταστάθηκε από συμπόνια στις απεικονίσεις του Χριστού και άλλων θρησκευτικών μορφών. Υπάρχει μια τρυφερότητα που την εκφράζει με μια πιο ανοιχτή παλέτα χρωμάτων, μια ζωντανή φωτεινότητα –η οποία χαρακτηρίζει όλο το ώριμο έργο του–, ενώ παράλληλα διατηρεί την καλλιτεχνική του ακεραιότητα. Αριστουργήματα αυτού του στυλ είναι ο «Γέρος Βασιλιάς», που θεωρείται το καλύτερο εξπρεσιονιστικό του έργο, και η «Κεφαλή του Χριστού».

Το 1929, ο Ρουό σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ «Ο άσωτος υιός», σε μουσική του Σεργκέι Προκόφιεφ και χορογραφία του Τζορτζ Μπαλανσίν, ενώ τη δεκαετία του ’30 άρχισε να εκθέτει εκτός Γαλλίας, κυρίως στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Ο Ρουό έγραφε επίσης πεζογραφία και ποίηση. Έχει εκδώσει αρκετά αυτοβιογραφικά βιβλία, όπως τα «Souvenirs intimes» και «Stella Vespertina» και το 1948 δημοσίευσε τη σειρά έργων του με τίτλο «Miserere», η οποία θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στη σύγχρονη χαρακτική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έκαψε 300 από τους πίνακές του γιατί ένιωθε ότι δεν θα ζούσε για να τους ολοκληρώσει. Πέθανε στο Παρίσι, το 1958, σε ηλικία 86 ετών.
Πηγές: Pierre Courthion, Georges Rouault, Lionello Venturi, Rouault: Biographical and Critical Study, ΜοΜΑ