Ο κόσμος που μπαίνει αργά το βράδυ στην πόρτα δίπλα στο εστιατόριο Proveleggios, στην οδό Παραμυθίας στον Κεραμεικό, με παρακινεί να δω τι συμβαίνει στον πρώτο όροφο, που μοιάζει να είναι ακατοίκητος.
Το όνομα του εστιατορίου είναι εμπνευσμένο από αυτόν που το σχεδίασε, τον Αριστομένη Προβελέγγιο, μια μοναδική περίπτωση στα χρονικά της ελληνικής αρχιτεκτονικής, και εδώ κάποτε στεγαζόταν μια αποθήκη παιχνιδιών. Ποιος να έμενε άραγε στον πρώτο όροφο, αναρωτιέμαι, βλέποντας για άλλη μια φορά το μοντέρνο κτίριο δίπλα στις ισόγειες αθηναϊκές κατοικίες και τα νεοκλασικά του πεζοδρόμου, μια κλίμακα που δεν συναντάς πια στην Αθήνα.
Αρχίζω να ανεβαίνω τη μαρμάρινη σκάλα με τους ξεφλουδισμένους τοίχους που κάποιος περιποιήθηκε, αφήνοντας την πατίνα του χρόνου να κάνει τη δουλειά της. Στο κεφαλόσκαλο στέκομαι μπροστά σε έναν καθρέφτη που αποκαλύπτει αυτό που θα δω, μια έκθεση design με τίτλο «The monsters I live with», η οποία θα φιλοξενείται εκεί μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 2025. Αργότερα, θα γνωρίσω την επιμελήτρια Βασιλική-Μαρία Πλαβού, μια παθιασμένη με το design αρχιτεκτόνισσα που οραματίζεται την αρχιτεκτονική να συναντά το design μέσα σε τέτοιες εκθέσεις, ενώ μέσα από διεπιστημονικές συνεργασίες συντονίζει, οργανώνει και υλοποιεί έργα με ξεχωριστή χωρική εμπειρία και ισχυρή ταυτότητα, όπως τα «Degustation menu for carnivorous plants. Τo eat or to be eaten?» (Rizom, Αθήνα, 2023), «Please please me, the symptoms projects» (Άμφισσα, 2020), «Cra(u)sh or How you made me kiss the pavement» (Grace, Αθήνα, 2020), και οι περφόρμανς «Anthology of cracks» του Χρήστου Δεληδήμου (Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, Αθήνα, 2020) και «Genesis21 <3» του Μάριου Σταμάτη (St. George Lycabettus στο πλαίσιο του «Rooms2019», Αθήνα, 2019).
Η έκθεση προτείνει μια μετατόπιση από τον λειτουργικό, εργονομικό και ορθολογικό σχεδιασμό που όρισε η μοντέρνα παράδοση του design σε ένα είδος σχεδιαστικής αφήγησης που εμπλέκει τη μνήμη και το συναίσθημα.
Για το θέμα της έκθεσης θα μου πει ότι προκύπτει από το ερώτημα «πότε συναντιούνται μύθος και design;», καθώς προσφεύγει στον μύθο ως εργαλείο αναστοχασμού, ως γλώσσα του συλλογικού και του αισθητού. Ποια τέρατα κουβαλάμε στην καθημερινότητά μας και πώς γίνονται μορφές αφήγησης, μνήμης και δημιουργίας;

Η έκθεση προτείνει μια μετατόπιση από τον λειτουργικό, εργονομικό και ορθολογικό σχεδιασμό που όρισε η μοντέρνα παράδοση του design σε ένα είδος σχεδιαστικής αφήγησης που εμπλέκει τη μνήμη και το συναίσθημα. Τα αντικείμενα που παρουσιάζονται φέρουν πολλαπλά νοήματα, συλλαμβάνονται ως επιφάνειες μνήμης, αρθρώνονται ως γλυπτά που κουβαλούν πολιτισμικές αποτυπώσεις. Το design αντιστέκεται στην ψυχρή πρόοδο και επανασυνδέεται με τον τόπο, την υλικότητα, την αφήγηση και την παράδοση.
Όπως σημειώνει και ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ στη «Μεταμοντέρνα Κατάσταση», «το κριτήριο της προόδου αποκλείει την προσφυγή σε έναν μεταφυσικό λόγο, απαιτεί την εγκατάλειψη των μύθων, απαιτεί οξυδερκή πνεύματα και βουλήσεις».
Με έργα των Πάνου Προφήτη και Ludd, Δημήτρη Ταμπάκη, Νίκης-Δανάης Χανιά, Δέσποινας Χαριτωνίδη και του ντουέτου Astronauts (Δανάη Δασύρα και Joe Bredford), η κατοικία πάνω από το Proveleggios γίνεται το πεδίο μιας τέτοιας ερευνητικής προσέγγισης με δημιουργικές επανερμηνείες.
Ο χώρος που φιλοξενεί την έκθεση είναι μια τυπική κατοικία που δεν έχει υποστεί αλλαγές, με διαρρύθμιση που εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας οικογένειας, ευρύχωρες κάμαρες, μια κουζίνα σχετικά μικρή, όπως υπαγόρευε η εποχή, και μια κίνηση από χώρο σε χώρο που ως ροή υπαγορεύεται από τον σχεδιασμό του σπιτιού.
Ο μύθος συναντά το design

Πώς μπορεί, λοιπόν, κάποιος να απομακρυνθεί από έναν μύθο, όταν τα μυθολογικά μοτίβα και οι οικουμενικοί συμβολισμοί βρίσκονται στον πυρήνα του παγκόσμιου πολιτισμικού αφηγήματος; Ο μύθος αναπαράγει νοήματα, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα τις συναισθηματικές διαστάσεις της καθημερινής μας ζωής και δείχνει διεξόδους από μια πιεστική πραγματικότητα.
Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν, μέσα από το σύγχρονο design που προτείνουν με τα έργα τους, δεν αρκούνται στη μνεία της μυθολογικής αφήγησης με μια εικονογραφική αποτύπωση, αλλά διεκδικούν εκ νέου την αφήγηση του μύθου και την εννοιολόγησή του μέσα στην εποχή μας. Τολμούν ακόμη να απαντήσουν σε υπαρξιακά ερωτήματα και παρουσιάζουν το design ως πρακτική που ταλαντεύεται μεταξύ λειτουργικότητας, τεχνολογικής καινοτομίας και αφηγηματικής ταυτότητας με τρόπο άμεσο και χειροπιαστό που συνδέει τον μύθο με την καινοτομία.
Οι συμμετέχοντες μοιράζονται την εμπειρία ενός άτυπου συνεργατικού φόρουμ που οργάνωναν ετησίως με επίκεντρο την Τήνο. Η αλληλεπίδραση με τους ντόπιους τεχνίτες τούς επέτρεψε να εξοικειωθούν με μακρόχρονες, παραδοσιακές, εφαρμοσμένες τέχνες και τεχνικές, καταγράφοντας και επανενεργοποιώντας τη σοφία του τόπου. Η χειρωνακτική εργασία και τα παραδοσιακά εργαλεία σε συνδυασμό με τη γνώση των καλλιτεχνών στο πεδίο του πειραματικού design διασφαλίζουν τη διάσωση της παράδοσης σε ένα σύγχρονο ανοιχτό λεξικό.



Μπαίνοντας στην έκθεση, πάνω στο όμορφα φθαρμένο ξύλινο πάτωμα με το γεωμετρικό σχέδιο η γλύπτρια και περφόρμερ Δέσποινα Χαριτωνίδη στερεώνει σε πλάκες τσιμέντου χαλύβδινες ράβδους οπλισμού που επάνω τους υπάρχουν μπρούτζινα, χυτευμένα κελύφη κοχυλιών. Η σειρά αυτών των έργων που έχει ξεκινήσει το 2020 και τιτλοφορείται «Predators» επιχειρεί να εξερευνήσει τη συμβιωτική σχέση ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, εμπνεόμενη από τη βιολογία των μυδιών και των ενάλιων υδροβιότοπων αλλά και τη δομή του αστικού τοπίου. Μέσα από οργανικές μορφές που παραπέμπουν σε θαλάσσια κελύφη και βιομηχανικά υλικά, όπως σωλήνες δόμησης και τσιμεντένιες πλάκες, τα γλυπτά της αποκαλύπτουν ένα υβριδικό σύμπαν όπου η επιβίωση και η προστασία συγχωνεύονται. Το μύδι, ως οργανισμός που προσκολλάται σε μη οργανικές δομές, γίνεται μεταφορά για τη σύνδεση του σώματος με τη δόμηση – μια μορφή αστικής συμβίωσης που παραμένει εύθραυστη, ποιητική και εν δυνάμει αρπακτική.
Στο διπλανό δωμάτιο η Δέσποινα Χαριτωνίδη και η Νίκη-Δανάη Χανιά μοιράζονται τη γοητεία που τους προκαλεί η θαλάσσια ζωή και δημιουργούν τις «ανεμώνες της θάλασσας», φέρνοντας σε επαφή χαοτικές γεωλογικές επιφάνειες και αυστηρά βιομηχανικές μινιμαλιστικές μορφές. Τα όρια του λειτουργικού αντικειμένου ωθούνται στα άκρα, το ντουέτο των δημιουργών φτιάχνει ένα δυναμικά μοναδικό και απροσδόκητο γλυπτικό περιβάλλον, ένα κάθισμα από σωλήνες αυτοκινήτων που η έδρα του είναι καλυμμένη με χειροποίητα κρυσταλλικά κεραμικά πλακίδια, με την προηγμένη τεχνολογική καινοτομία να συναντά ανορθόδοξα και προκλητικά την παραδοσιακή χειροτεχνία.
Με θέα την μπαλκονόπορτα, ένα διθέσιο παγκάκι που οι δημιουργοί του, Astronauts (Δανάη Δασύρα και Joe Bradford), αποκαλούν «Gemini», σε ξεγελάει εύκολα. Πριν το αγγίξεις ή καθίσεις ο σκελετός του μοιάζει με παράξενα σχηματισμένο μπαλόνι από ήλιον, με μυθολογικό τέρας – οι ραφές του εμφανείς. Η εντύπωση διαλύεται με την αφή: πρόκειται για μέταλλο και εδώ ενσωματώνεται η ένταση της διττότητας, η δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ της δομής και της ρευστότητας. Το φύλλο μετάλλου που έχει χρησιμοποιηθεί έχει μεταμορφωθεί σε όγκο, η επιφάνειά του ιριδίζει, ενώ τα καθίσματα έχουν επενδυθεί με φλοκάτη, υπογραμμίζοντας την αντίθεση μεταξύ του αιθέριου και του υλικού, της δομής και της απαλότητας.

Στο επόμενο δωμάτιο του ενιαίου χώρου, που χωρίζεται από διπλές πόρτες οι οποίες βρίσκονται στην πρόσοψη του σπιτιού, ο Δημήτρης Ταμπάκης εξετάζει με τρία έργα του τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των αρχαίων θεών και συγκεκριμένα αυτήν μεταξύ Αθηνάς και Ποσειδώνα, με αφορμή ένα από τα θύματά τους, τη Μέδουσα. Το αλουμίνιο που χρησιμοποιεί στον φοριαμό και στη σχεδόν αιωρούμενη βιβλιοθήκη τοίχου τονίζει τις αντιθέσεις μεταξύ μύθου και design. «Ο μύθος δεν πέθανε ποτέ, έγινε εταιρική δομή. Αυτό που κάποτε ήταν θεϊκό, τώρα είναι στρατηγική διαχείρισης», σημειώνει.
Ο Πάνος Προφήτης παρουσιάζει το έργο «Relic» που γεννήθηκε από τη σύγκλιση της μνήμης, της τεχνολογίας και του συλλογικού σχεδιασμού. Με αφορμή μια σκαλιστή σκυριανή κασέλα με γοργόνες της μητέρας του, που βρίσκεται στον χώρο, στήνει μια ψηφιακή αποτύπωση του σχεδίου της σε μια καρέκλα, σε συνεργασία με τον Μανώλη Λεβεδιανό (Ludd), εστιάζοντας στη μετάβαση από το χειροποίητο στο ψηφιακό και από το στατικό-κοινό στο λειτουργικό. Δημιουργεί ένα νέο υβριδικό αντικείμενο που φέρει εγχάρακτα ίχνη της αρχικής μορφής, ένα τυπικό σκυριανό μοτίβο και μια εικονογραφία εμπνευσμένη από ένα μυθικό υποθαλάσσιο τοπίο. Το έργο διερευνά την έννοια του ανοιχτού σχεδιασμού ως μια σύγχρονη προέκταση της λαϊκής τέχνης, η οποία έχει κατανοηθεί όχι ως στατική παράδοση αλλά ως ρέουσα, ελεύθερη συλλογική πρακτική, απαλλαγμένη από περιορισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας.
Όταν καθίσεις στη γλυπτική καρέκλα της Νίκης-Δανάης Χανιά που πρωταγωνιστεί στο κέντρο ενός δωματίου βρίσκεσαι ανάμεσα στους δύο γρίφους της Σφίγγας. Οι «Σφίγγες», όπως ονομάζεται το έργο, αναφέρονται στους δυο μύθους, τον γνωστό από την απάντηση του Οιδίποδα, που δείχνει προς τον άνθρωπο –αυτόν που κάθεται στο κέντρο του έργου–, και τον λιγότερο γνωστό δεύτερο μύθο, που μιλά για δύο αδελφές που γεννούν η μία την άλλη: την Ημέρα και τη Νύχτα. Ο θεατής του έργου στέκεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο αντίθετα και γίνεται η απάντηση, πλαισιωμένος από τις Σφίγγες-καθρέφτες και υβριδικές μορφές ζώων, φυτών και συμβόλων.
