«Προσπάθησα να είμαι μια χαρούμενη φεμινίστρια, αλλά ήμουν πολύ θυμωμένη για να το καταφέρω», έλεγε η Ανιές Βαρντά στις «Παραλίες της Ανιές» (2008) –μια πραγματικά ωραία, αυτοβιογραφική ταινία για όσους θέλουν να καταλάβουν περισσότερα για τη δημιουργό– χωρίς να φανταστεί ότι λίγα χρόνια μετά η φράση της θα γινόταν δημοφιλές σοσιομιντιακό meme, πλάι σε ρήσεις Ιβήρων λογοτεχνών για σύμπαντα που συνωμοτούν ώστε να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε και σε ανθρώπους που «δεν μίλησαν όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές και τους κομμουνιστές» – μια φράση που ΔΕΝ ανήκει στον Μπρεχτ και κυκλοφορεί σε περίπου τριακόσιες παραλλαγές, ανάλογα με τα πιστεύω του εκάστοτε δημοδιδασκάλου του Facebook. 

 

Δεν ήταν όλες τις οι ταινίες της «οργισμένες» και υπάρχει διαλεκτική στο σινεμά της, ωστόσο το «Vagabond» επιβεβαιώνει την παραπάνω ρήση της. Σε ένα πιο αφηγηματικό διάλειμμα από το φύσει και θέσει δοκιμιακό σινεμά της και με ασυνήθιστη κατασκευαστική επιμέλεια για τη –σήμα κατατεθέν– αυτοσχέδια χαλαρότητά του, η Βαρντά ξεκινά την ταινία της με το πτώμα μιας γυναίκας και μια σειρά από εικασίες για τον τρόπο του θανάτου της και την ταυτότητά της από τους παριστάμενους. Στη συνέχεια επιστρέφει στο παρελθόν και μας αφηγείται την ιστορία της ή τουλάχιστον ένα μέρος της, αντιπαραβάλλοντας τα λεγόμενα όσων τη συνάντησαν και το «βλέμμα» τους με τα γεγονότα κι αναδεικνύοντας τη γυναικεία εμπειρία σε έναν αφιλόξενο κόσμο.

 

Μια ουσιώδης διαφορά του φεμινιστικού σινεμά της Βαρντά σε σχέση με ένα σημερινό, ασπρόμαυρης λογικής, ψυχαναγκαστικά (ή/και φοβικά) επιφανειακό σινεμά είναι ότι δεν νιώθει την ανάγκη να παραδώσει έναν γυναικείο χαρακτήρα απαραίτητα συμπαθή, μια αγία σε έναν κόσμο αρσενικών δαιμόνων ή γυναικείων φορέων εσωτερικευμένου μισογυνισμού – φαντάζεσαι μερικούς σύγχρονους σταυροφόρους των social media ικανούς να κατηγορήσουν ακόμα και για μισογυνισμό τη δημιουργό και σταυροκοπιέσαι. H ηρωίδα είναι αυτή που είναι –μια Σαντρίν Μπονέρ σκέτο αγρίμι– και είναι δικαίωμά της να είναι έτσι. Όσα λέγονται για εκείνη στην πραγματικότητα αποκαλύπτουν περισσότερα πράγματα για τον ομιλητή και τη γενικότερη στάση και κοσμοθεωρία του.

 

Κι επειδή το σινεμά της Βαρντά δεν είναι μονοσήμαντο, η ταινία της δεν περιορίζεται στη φεμινιστική ρητορική της. Καταδεικνύει την αδυναμία του Δυτικού να αποδεχτεί ή να κατανοήσει έναν άλλο τρόπο ζωής, λόγω της εσωτερικευμένης… «καπιταλοφροσύνης» (sic) του, τη ροπή του να το περιθωριοποιήσει ή να το καταπνίξει, αλλά και την τελική αδυναμία του ατόμου να ικανοποιήσει την ελεύθερη βούλησή του και να υποστηρίξει τη διαφορετική επιλογή του, όχι μόνο για συστημικούς λόγους, αλλά εν μέρει και από την εγγενή (;) αδυναμία του να απογαλακτιστεί, όταν έχει μεγαλώσει σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

 

Χωρίς να λείπουν κάποιες επιλογές που θα δοκιμάσουν το μέσο γούστο, σαν τη σκηνή μιας ηλεκτροπληξίας, ως πρόσκαιρο σοκ που, τελικά, τίποτα δεν διδάσκει στο «θύμα», το «Vagabond» είναι σινεμά γόνιμο, απαραίτητο και ακόμα ένας τίτλος που αποδεικνύει πόσο παρεξηγημένη κινηματογραφική δεκαετία υπήρξαν τα ’80s.