Το παρασκήνιο της ρομαντικής περιπέτειας Το παιδί και το δελφίνι είναι αναμφισβήτητα πιο ενδιαφέρον από την ίδια την ευχάριστα δροσερή, ωστόσο μονοδιάστατα απλοϊκή ταινία, τότε που το Χόλιγουντ ξεκινούσε τη μεγάλη του εκδρομή προς τις ρομαντικές περιπέτειες απόδρασης και συχνά μετακόμιζε στην Cinecitta για να δοκιμάσει εναλλακτικές μεθόδους προσέγγισης ενός κοινού διψασμένου για λαϊκότερο και πιο εξωτικό θέαμα. Ηθικός αυτουργός ο Σπύρος Σκούρας, ο πιο επιφανής και δραστήριος από τους αδελφούς που μετοίκησαν στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα, ο άνθρωπος με τη μεγάλη πείρα στις αίθουσες, που πήρε στις πλάτες του την 20th Century Fox κατά τη διάρκεια του πολέμου, έσωσε το σινεμά από το τηλεοπτικό τσουνάμι με το σινεμασκόπ και τον Χιτώνα, και εν πολλοίς πλήρωσε το μάρμαρο του ειδυλλίου Μπάρτον - Τέιλορ με την πανάκριβη Κλεοπάτρα, πριν χάσει τα ηνία. Έλληνας σε υπερθετικό βαθμό (ο Μπομπ Χόουπ έλεγε πως ο Spyro είναι 20 χρόνια στο Χόλιγουντ αλλά ακούγεται σαν να έρχεται την επόμενη εβδομάδα), βάλθηκε να γυρίσει μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή στην πατρίδα και το κατάφερε: 7 χρόνια πριν έρθει ο ίδιος ο Γουόλτ Ντίσνεϊ στην Ελούντα για να επιβλέψει τα γυρίσματα του δράματος Τα ίχνη οδηγούν στην Κρήτη, επισκευάζοντας μάλιστα τους δρόμους και τους μύλους που ήταν κατεστραμμένοι, και πιο συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1956, ξεκίνησε η χαλαρή, λόγω αλλαγών στους χαρακτήρες, κινηματογραφική μεταφορά του best seller του Ντέιβιντ Ντιβάιν από την προηγούμενη χρονιά, με τον ίδιο κι ένα μεγάλο κλιμάκιο να υποδέχονται πανηγυρικά τη Σοφία Λόρεν, όταν η Ιταλίδα σταρ, ήδη δημοφιλής στη χώρα μας, έφτασε για να ξεκινήσει μια αξέχαστη, όπως η ίδια έχει παραδεχθεί, παραμονή 39 ημερών, κυρίως στην Ύδρα, αλλά και στην Αθήνα, τη Γλυφάδα, τον Πειραιά και τα Μετέωρα. Είχαν ήδη γίνει αλλαγές στο κασέ και το τεχνικό επιτελείο. Αρχικά, ο Χένρικ Κόστερ είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία, με τον Ρόμπερτ Βάγκνερ και την Τζόαν Κόλινς να έχουν σχεδόν υπογράψει αντίστοιχα στους κεντρικούς ρόλους του ευσυνείδητου Αμερικανού αρχαιολόγου και της αρραβωνιασμένης με Αλβανό Υδραίας σφουγγαρούς, η οποία σε μια κατάδυση ανακάλυψε το ρωμαϊκό άγαλμα ενός αγοριού πάνω σε ένα δελφίνι. Τελικά ο Γιαν Νεγκουλέσκο σκηνοθέτησε, με τον Άλαν Λαντ πρωταγωνιστή και τη Λόρεν, βεντέτα στην Ευρώπη αλλά ακόμη άγνωστη στην Αμερική, να κάνει το ντεμπούτο της σε ταινία χολιγουντιανού στούντιο. Η Λόρεν έμεινε σε αρχοντικό στην Ύδρα, ενώ εφοπλιστές προσέφεραν τα σκάφη τους για να μείνουν οι πρωταγωνιστές. Το φιλμ μεταφερόταν καθημερινά στην Αθήνα με τη θαλαμηγό του Σπύρου Λάτση, «Εριέττα», και ο Νεγκουλέσκο δεχόταν υποδείξεις με τηλεγραφήματα, ελλείψει οποιουδήποτε τεχνικού εξοπλισμού στο νησί. Την παράσταση στο προβλέψιμο δραματικό δίλημμα με το ευτυχές τέλος έκλεψαν ο καρατερίστας Κλίφτον Γουέμπ, τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ για τη Λάουρα, το Στην κόψη του ξυραφιού και τον απολαυστικό ρόλο του κύριου Μπελβεντίαρ στην υπερδημοφιλή κωμωδία Sitting Pretty, παίζοντας με σνομπίστικη πονηριά τον καιροσκόπο αρχαιοκάπηλο που διεκδικεί το ανεκτίμητο κειμήλιο, καθώς και το υγρό sexy look της Λόρεν, σε μια υποψία φορέματος που φιλοτέχνησε ο Τσαρλς Λεμέρ και έφερε ξανά στο προσκήνιο πριν από μερικά χρόνια η ανεκδιήγητη Κιμ Καρντάσιαν για τις ανάγκες του Met Gala, σε περίτεχνη προσαρμογή του Τιερί Μιγκλέρ.

 

Η ταινία έγινε επιτυχία, ο Κλίφτον Γουέμπ έγινε «νονός» δύο Ελληνόπουλων μόλις συνήλθε από την πνευμονία που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, ο Χιούγκο Φριντχόβερ μπορεί να απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής Επένδυσης (το είχε ήδη κερδίσει για Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας) αλλά το hit ήταν το «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» του Τάκη Μωράκη, με την Ιταλιάνα να το τραγουδάει μια χαρά στα ελληνικά υπό τη συνοδεία του Τώνη Μαρούδα στην κιθάρα (αν και στην υποβρύχια σκηνή ακούγεται η Τζούλι Λόντον, φυσικά στα αγγλικά). Η Λόρεν ξεκίνησε τη θριαμβευτική αμερικανική της πορεία, λίγο πριν από την οσκαρική παρένθεση στη μητρική της γλώσσα με τις Δυο γυναίκες, η Ύδρα έκανε εντυπωσιακό διεθνές ντεμπούτο και η Ελλάδα μπήκε στον χάρτη, ενώ μέχρι τότε ούτε που συζητούσε κανείς να μετακινήσει κόσμο και πανάκριβα μηχανήματα σε μια χώρα με μηδενική υποδομή – έστω κι αν στο Παιδί και το δελφίνι οι περισσότεροι τεχνικοί ήρθαν δανεικοί από τη γειτονική Τσινετσιτά.