Ξεκίνησε και συνεχίζει με απανωτά sold out και επιπλέον παραστάσεις και έχει ήδη καθιερωθεί ως μία από τις δημοφιλέστερες θεατρικές επιλογές. Ο λόγος για την παράσταση «Αρσέν Λουπέν: Το Μυστήριο της Κούφιας Βελόνας», που ξεκίνησε τον Οκτώβριο στο Θέατρο Αλάμπρα και μέσα σε λίγες εβδομάδες κατάφερε να κερδίσει μικρούς και μεγάλους. Μπορεί η επιτυχία της σειράς «ΛΟΥΠΕΝ» του Netflix να άνοιξε ξανά τον δρόμο ώστε ο θρυλικός ήρωας του Μορίς Λεμπλάν να βγει από σκονισμένες βιβλιοθήκες και να επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο, ωστόσο η αθηναϊκή θεατρική εκδοχή έχει τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει μια ιστορία μυστηρίου στο Παρίσι της Μπελ Επόκ να συνομιλεί τόσο άμεσα με το σημερινό κοινό; Είναι η λάμψη του ονόματος ή μήπως κάτι πιο ουσιαστικό που φαίνεται να λείπει από την καθημερινότητά μας; Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει το μυστήριο της Κούφιας Βελόνας talk of the town;
Ένα μωσαϊκό από τις ιστορίες του αρχετυπικού gentleman λωποδύτη ξετυλίγεται επί σκηνής, με όλους τους ηθοποιούς να βουτούν στο κέντρο του μύθου και να αναδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους ο Λουπέν εξακολουθεί να μας αφορά σήμερα — όχι μόνο ως σύμβολο γοητείας και ευφυΐας, αλλά ως ένας ήρωας που υπερασπίζεται τους «αόρατους» και επιμένει να βρίσκει φως ακόμη και μέσα στο πιο πηχτό σκοτάδι.
Ένας αντι-ήρωας στην εποχή της (κατ’ επίφαση) τελειότητας
Γιατί Λουπέν το 2025; «Γιατί είναι ο τέλειος ‘ατελής’. Ένας αντι-ήρωας που παλεύει ανάμεσα σε ‘θέλω’ και ‘πρέπει’. Όπως όλοι μας δηλαδή», εξηγεί η σκηνοθέτρια Αθηνά Χατζηαθανασίου, η οποία έχει κάνει και τη διασκευή, ενώ κρατά και τον ρόλο της Σουζάνας. Και πράγματι, η παράσταση δεν παρουσιάζει έναν μονοδιάστατο ήρωα, αλλά έναν άνθρωπο που πνίγεται από την κοινωνική αδικία, προσπαθεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και δεν περιορίζεται στην ευφυΐα και στα κόλπα του. Τελικά, ο Λουπέν της σκηνής γίνεται ένας τρυφερός αντικομφορμιστής που δίνει αγώνα για δικαιοσύνη — όχι με τη στενή, συστημική έννοια της λέξης, αλλά ως μια προσπάθεια να ισορροπεί κανείς ανάμεσα στις προσωπικές του ανάγκες και σε όσα δικαιούνται οι άλλοι.
Κοφτερή πλοκή, κινηματογραφική ρυθμικότητα και θεατρική μαγεία
Η διασκευή της Χατζηαθανασίου δεν αρκείται σε μια ελαφριά προσαρμογή για παιδιά. Αντιθέτως, κρατά επάξια τον μύθο του Λεμπλάν και τον μεταφέρει στη σκηνή με μια σαφή αποστολή: να γίνει προσιτός, ενδιαφέρων και ουσιαστικός για θεατές διαφορετικών ηλικιών. Το μεγαλύτερο στοίχημα; Το παιδικό–νεανικό κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι η παράσταση αποφεύγει τη διδακτικότητα και επενδύει στην περιπέτεια, στον γρήγορο ρυθμό και στο χιούμορ. Η ιστορία πλέκεται γύρω από την Κούφια Βελόνα, ένα μυθικό μυστικό που ενώνει τη Γαλλία του 20ού αιώνα με τους θαμμένους θησαυρούς της εποχής του Ιουλίου Καίσαρα.
Η μεγάλη πρωτοτυπία που τονίζει και τον στόχο της παράστασης είναι ότι το κοινό αποφασίζει το τέλος. Τα παιδιά και οι μεγάλοι γίνονται ενεργοί συμπαίκτες σε μια ιστορία που αλλάζει μπροστά στα μάτια τους - μια συνθήκη που διατηρεί την ένταση στο κόκκινο μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Σκηνογραφία, φως και κίνηση
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της παράστασης είναι το εικαστικό της σύμπαν. Λευκές κουρτίνες και ημιδιάφανα υλικά, «ζωγραφισμένες» από τους φωτισμούς, που επιμελήθηκε η ίδια η σκηνοθέτρια, και από τα βίντεο, συνθέτουν ένα background που περιβάλλει τη δράση, κάνοντάς την άλλοτε πιο κλειστοφοβική και μυστηριώδη, άλλοτε μεγαλειώδη και κινηματογραφική.
Η κινησιολογία του Αλέξανδρου Κεϊβάναη παίζει σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα. Η παράσταση είναι «χτενισμένη» κινησιολογικά, σε κάθε χορογραφία αλλά και σε κάθε σκηνή. Εκτός από τα ανθρώπινα σώματα, το ίδιο το σκηνικό συμμετέχει στην κινησιολογία: χρωματιστοί, φωτεινοί κύβοι «χορεύουν» στη σκηνή, λειτουργώντας όχι μόνο ως εντυπωσιακό εικαστικό στοιχείο, αλλά και ως δραματουργικό μέσο — τα «κουτάκια» που στοιχίζονται ώστε να λυθεί το μυστήριο.
Η μουσική που φέρει την υπογραφή του Βάιου Πράπα είναι μια μίξη μυστηρίου, film noir, κλασικών ακουσμάτων και σύγχρονων στοιχείων, καθορίζει την πορεία της ιστορίας, ενώ συμβάλλει ουσιαστικά στην εναλλαγή κωμωδίας, αγωνίας και συγκίνησης.
Το παρελθόν που εισβάλει στο παρόν – και το αντίστροφο
Στη σκέψη που προκύπτει από τη θέαση της παράστασης: «Εάν ο Λουπέν εμφανιζόταν σήμερα στην Αθήνα, ποια θα ήταν η πρώτη του κίνηση;», η Αθηνά Χατζηαθανασίου απαντά: «Δυστυχώς, δε θα ήξερε από πού να ξεκινήσει. Τα κανάλια της διαφθοράς είναι τόσο εκτεταμένα, η κοινωνική αδικία είναι τόσο “δεδομένη”, που θα έλεγε: “Δεν μπορεί μέσα σε εκατό χρόνια να μην άλλαξε τίποτα προς το καλύτερο!”. Έχουμε μια τάση να καταστροφολογούμε, να πιστεύουμε ότι “οι δικοί μας καιροί” είναι χειρότεροι από τους παλαιότερους. Νομίζω, όμως, ότι πραγματικά είναι. Η διεύρυνση της μέσης αστικής τάξης, οι περίοδοι κρίσης –οικονομική, πανδημία κ.ο.κ.– αντί να μας παρακινήσουν, μας έχουν ρίξει σε μία κατάσταση “ύπνου”. Ο Αρσέν Λουπέν, λοιπόν, θα πήγαινε πρώτα να “κλέψει” όλη την αλαζονεία από φορείς εξουσίας και ανθρώπους–“κλειδιά”, για να δώσει λίγη ανθρωπιά στους πρόσφυγες στην πλατεία Βικτωρίας ή στους άστεγους στην πλατεία Κοραή». Κι όσο για τον επιθεωρητή Γκανιμάρ, το αντίπαλο δέος του Αρσέν Λουπέν; «Ο επιθεωρητής Γκανιμάρ είναι η ίδια η πάλη ανάμεσα σε αυτό που μας έχει επιβληθεί ως “σωστό” και στα “σωστά” που καλούμαστε να ανακαλύψουμε με βάση τα προσωπικά μας πιστεύω. Για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να αμφισβητήσουμε τη δεδομένη εικόνα δικαιοσύνης όπως μας παρουσιάζεται και να τη χτίσουμε από την αρχή. Οπότε, ο Γκανιμάρ θα συλλάμβανε τους αστυνομικούς στις πορείες, που ως «κουκουλοφόροι με τα κράνη» χτυπάνε αθώους πολίτες για να επιβάλλουν την εξουσία τους· θα ήταν αυτός ο δημόσιος υπάλληλος που παλεύει μόνος του για να αλλάξει κάτι, την ώρα που οι άλλοι περιμένουν να πάει 12 η ώρα για να πάνε σπίτι τους· θα ήταν εκείνος που, στην Αθήνα του σήμερα, θα παρέδιδε το σήμα του και θα πήγαινε σε ένα νησί της παραμεθορίου να γίνει ψαράς ή να φτιάξει το δικό του αμπέλι».
Ποιο είναι τελικά το μυστικό της επιτυχίας;
Στη διάρκεια της παράστασης, τα παιδιά στην αίθουσα είναι απόλυτα προσηλωμένα. Χειροκροτούν, γελούν, μένουν ακίνητα, απορροφημένα σε κάθε κίνηση επί σκηνής. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ίσως γιατί το «Μυστήριο της Κούφιας Βελόνας» ισορροπεί πολλά διαφορετικά στοιχεία με μοναδικά επιτυχημένο τρόπο: θεαματικότητα χωρίς να θυσιάζεται το περιεχόμενο, χιούμορ χωρίς να γίνεται επιφανειακή, δράση χωρίς να χάνει τον ανθρωπισμό της, κοινωνική ματιά χωρίς να κουνάει το δάχτυλο. Ίσως γιατί είναι μια παράσταση που εμπιστεύεται τα παιδιά, βάζοντάς τα στο επίκεντρο και αφήνοντάς τους την επιλογή. Ίσως γιατί δεν είναι «παιδικό» με τη στενή του όρου έννοια, αλλά μια ιστορία μυστηρίου φτιαγμένη με μέριμνα, σκηνοθετική ευφυΐα και βαθιά ανθρωπιά. Παίρνει στα σοβαρά όλους —τα παιδιά, τους μεγάλους, τον ίδιο τον Λουπέν— ενώ ταυτόχρονα τους κλείνει πονηρά το μάτι. Πώς καταφέρνει να τα συνδυάζει όλα αυτά μαζί; Αν υπάρχει ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί πίσω από το hit της σεζόν, είναι μάλλον αυτό.
Κρατήσεις στη more.com
Θέατρο Αλάμπρα (Στουρνάρη 53, Αθήνα)
Παραστάσεις: κάθε Κυριακή στις 11:30 π.μ. // έξτρα εορταστικές παραστάσεις: Παρ, 26/12 11:30, Παρ, 26/12 14:30, Τρι, 6/1/26 11:30
Ταυτότητα της Παράστασης
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Αθηνά Χατζηαθανασίου
Σκηνικά / Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα
Πρωτότυπη Μουσική: Βάιος Πράπας
Κίνηση / Χορογραφίες: Αλέξανδρος Κεϊβάναη
Βίντεο: Γιάννης Ντουσιόπουλος
Φωτισμοί: Αθηνά Χατζηαθανασίου
Μουσική Διδασκαλία: Ηλιάνα Πασπάλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Άντα Κουγιά
Στίχοι Τραγουδιών: Αθηνά Χατζηαθανασίου
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Γραφιστική Επιμέλεια: ΛΟΓΟΤΥΠΟ graphics / Μυρτώ Στέλιου
Επικοινωνία: CALD – Le Canard qui parle ([email protected])
Social Media: Renegade Media
Παραγωγή: CALD O.E. & CALD Productions ΑΜΚΕ
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Θοδωρής Ανθόπουλος, Αλέξανδρος Καναβός, Άγγελος Κυριακόπουλος, Γιώργος Λιάκος, Κωνσταντίνος Ρόδης, Αθηνά Χατζηαθανασίου
Στο βίντεο: Άντα Κουγιά


- Facebook
- Twitter
- E-mail
0