Δεν ήμουν προετοιμασμένος για την ομιλία του Βιμ Βέντερς στη Στέγη. Βασικά, κανείς δεν περίμενε να μιλήσει τόσο προσωπικά για το θέμα της οικογένειας, και κυρίως να συνδέσει το σινεμά του, τις ταινίες του, το ογκώδες καλλιτεχνικό του βιος με ένα concept που και ο ίδιος δεν είχε σκεφτεί και επεξεργάστηκε μόνο με την ευκαιρία του αθηναϊκού του masterclass, φινίροντας μάλιστα τις τελευταίες λεπτομέρειες της μικρής του διάλεξης λίγη ώρα προτού εμφανιστεί στη σκηνή. Έκοψε μόνος του σκηνές από το Παρίσι, Τέξας και από το Μέχρι το τέλος του κόσμου και ζήτησε συγγνώμη γιατί δεν είχε χρόνο να μας δείξει κλιπ από τις Υπέροχες Μέρες, το φινάλε της σχεδόν αυτοσχέδιας οικογενειακής τριλογίας του, που δεν χώρεσε καν στη διαθέσιμη ώρα! Συνειδητοποιώντας πως τόσες δεκαετίες ερμήνευε και μετασκεύαζε τη δική του ζωή, τους συγγενείς και τους αγαπημένους του ανθρώπους μέσα από ανώδυνες ή τραυματικές φάσεις, περισσότερο εξομολογήθηκε παρά δίδαξε, παρακινώντας μας να κοιτάξουμε πολύ κοντά μας για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Η δική του πνευματική πατρίδα, πάντως, δεν είναι η Γερμανία…
— Παρακολουθώντας το απόσπασμα του Παρίσι, Τέξας, μου ήρθε στο νου το παράξενο συναίσθημα αποξένωσης και ψυχικής προοπτικής που βίωσα πολύ βαθιά. Για μένα δεν ήταν φτιαγμένο από κλασικό Γερμανό, ούτε ακουμπούσε ακριβώς στα αμερικανικά κλισέ του γουέστερν. Η ασιατική αισθητική του αναπτύχθηκε μέσα μου πολύ αργότερα. Πότε αντιληφθήκατε την «ιαπωνικότητά» σας;
Δεν είχα ιδέα για τον λώρο που με συνέδεε με την Ιαπωνία. Είχα δει βέβαια Μιζογκούτσι και Κουροσάβα στα σπουδαστικά μου χρόνια στη Γαλλική Ταινιοθήκη, αλλά δεν είχα παρακολουθήσει ούτε μία ταινία του Όζου, γιατί δεν υπήρχε κόπια διαθέσιμη στην Ευρώπη. Για πρώτη φορά είδα τέσσερις ταινίες του στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μόνο επειδή ο Αμερικανός διανομέας του τις είχε βρει και τις είχε αγοράσει για εκμετάλλευση. Θα τον αγαπήσεις, μου είπε, και είχε δίκιο. Ακόμη το θυμάμαι το Ταξίδι στο Τόκιο, στη Νέα Υόρκη, το ’74 νομίζω. Μου έφυγε το μυαλό! Δεν πίστευα πως υπήρχε τέτοιο σινεμά.
Ο λόγος που απείχα από τη μυθοπλασία για περισσότερο από μια δεκαετία και γύριζα μόνο ντοκιμαντέρ είναι επειδή δεν μπορώ πλέον να κάνω ταινίες με τον τρόπο που εμένα μου αρέσει να τις κάνω, δηλαδή να τις γυρίζω με χρονολογική σειρά και να μου επιτρέπεται να τις αλλάζω, αν το θελήσω.
Ταξίδεψα αμέσως στην Ιαπωνία για να δω και τις υπόλοιπες, στην Ταινιοθήκη του Τόκιο. Διαπίστωσα τη συγγένειά μας – η οικογένεια που αναγνώριζα ως δική μου ήταν εν τέλει ιαπωνική, όχι γερμανική ή αμερικανική. Εκεί ένιωσα σαν στο σπίτι μου, σαν να επέστρεφα στην πατρίδα. Έκτοτε έβρισκα ευκαιρίες να εργαστώ εκεί· το Tokyo-Ga το 1982, ακολουθώντας τα ίχνη του Όζου· το ντοκιμαντέρ για τον σχεδιαστή Γιόζι Γιαμαμότο, που έγινε αμέσως αδελφός μου· πολλά κομμάτια του Μέχρι το τέλος του κόσμου. Κι όμως, όσο εξοικειωνόμουν με τη χώρα τόσο λιγότερα αισθανόμουν πως γνώριζα για τον τόπο. Γι’ αυτό και γύρισα τις Υπέροχες Μέρες στη γλώσσα τους, και προσπάθησα να εκφράσω ό,τι είχα μέσα μου για τους ανθρώπους της μέσα από τον πρωταγωνιστή.
— Νομίζαμε πως σας χάσαμε οριστικά από το φιξιόν σινεμά από ένα σημείο κι έπειτα. Τι συνέβη και στραφήκατε στο ντοκιμαντέρ; Ήταν προϊόν εσωτερικής αναζήτησης; Περιέργειας για τις ζωές των άλλων;
Ο λόγος που απείχα από τη μυθοπλασία για περισσότερο από μια δεκαετία και γύριζα μόνο ντοκιμαντέρ είναι επειδή δεν μπορώ πλέον να κάνω ταινίες με τον τρόπο που εμένα μου αρέσει να τις κάνω, δηλαδή να τις γυρίζω με χρονολογική σειρά και να μου επιτρέπεται να τις αλλάζω, αν το θελήσω. Αυτό δεν γίνεται πια στην κινηματογραφική βιομηχανία. Βασικά, μια ταινία είναι έτοιμη πριν καν τη γυρίσεις. Από εκεί και πέρα, χτίζεται ξανά και ξανά και ο καθένας νομίζει πως μπορεί να σου δώσει τη δική του συμβουλή. Το σκεπτικό είναι πως από τη στιγμή που ξεκινάς, έχεις τελειώσει το φιλμ. Αυτό δεν μου ταιριάζει, με αποτέλεσμα να έχω κάνει ταινίες που δεν με ικανοποίησαν. Στα ντοκιμαντέρ κανείς δεν με ενοχλεί. Οι Υπέροχες Μέρες ήταν επιτέλους η πρώτη ταινία μου όπου μπορούσα να πω μια ιστορία και να εφαρμόσω αυστηρά τεχνικές τεκμηρίωσης στη διαδικασία, ο τέλειος συνδυασμός. Ίσως να ήταν και η τελευταία μου ευκαιρία να αφηγηθώ κάτι, και για να το καταφέρω έπρεπε να επιστρέψω στις ρίζες μου, χωρίς παρεμβολές.
— Στο σινεμά του auteur, κάθε φιλμ είναι αναγκαστικά προσωπικό, αλλά μερικά σημαίνουν ίσως κάτι περισσότερο για τον καθένα, με τον μόχθο που απαιτούν ή τη χαρά που προσφέρουν. Υπάρχει κάποια ταινία στη φιλμογραφία σας που σας άλλαξε ριζικά ως κινηματογραφιστή και ως άνθρωπο;
Ασφαλώς ήταν η Αλίκη στις πόλεις. Ήταν η τέταρτη ταινία μου, αλλά σε κάθε επίπεδο τη θεωρώ το ντεμπούτο μου. Ήξερα τι έκανα και είχα απόλυτο έλεγχο. Από εκεί κι έπειτα, ας πούμε πως βαφτίστηκα κινηματογραφιστής. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω αν δεν μου έβγαινε κι αυτή. Το Summer in the city ήταν ουσιαστικά φόρος τιμής στον Τζον Κασσαβέτη. Η Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι ήταν Χίτσκοκ χωρίς το σασπένς. Το Άλικο Γράμμα ήταν κατά κάποιον τρόπο ιστορικό δράμα, αν και δεν το πίστεψα ούτε για μια στιγμή. Έκτοτε δεν έκανα ποτέ ταινία εποχής, εκτός από μία ακόμη, το Χάμετ, που ήταν εξίσου κακό! Το παρελθόν, για μένα, είναι σκέτη προσποίηση, αλλά δεν ήξερα ότι δεν ήμουν ικανός να το αντιμετωπίσω κινηματογραφικά, γι’ αυτό το δοκίμασα. Είπα στον εαυτό μου πως δεν γίνεται να εφαρμόζεις απλώς τη μέθοδο κάποιου άλλου, του Κασσαβέτη ή του Χίτσκοκ, για να κάνεις σινεμά. Οφείλεις να δηλώσεις κάτι που δεν έχει πει κανείς άλλος πριν από σένα. Έπαιξα το τελευταίο μου χαρτί με την Αλίκη, κι αν δεν έβγαινε, θα επέστρεφα στη ζωγραφική ή στη συγγραφή. Ευτυχώς, συνέβη: χρονολογική σειρά, μετατόπιση της ιστορίας κατά βούληση, χαμηλός προϋπολογισμός. Είσαι σκηνοθέτης μόνο όταν μπορείς να αλλάξεις την αφήγηση και να την κατευθύνεις εκεί όπου αυτή θέλει να κινηθεί, ανά πάσα στιγμή. Σε κάθε άλλη περίπτωση, λες ψέματα. Με τις επόμενες ταινίες μου, τράβηξα κι άλλο το σκοινί, και τα πράγματα ήρθαν με το μέρος μου. Ωστόσο, η βιομηχανία σιγά σιγά άλλαζε. Έπρεπε να σκαρώσεις από πριν τις ιστορίες σου, να προκατασκευάσεις όσο μπορείς την ταινία. Δεν μου πήγαινε, με συνέπεια να το γυρίσω στα ντοκιμαντέρ, για να δουλέψω με την ησυχία μου και με τον τρόπο που ξέρω ότι μου πηγαίνει καλύτερα. Το αποκορύφωμα ήταν οι Υπέροχες Μέρες.
Το τρέιλερ της ταινίας Η Αλίκη στις πόλεις
— Έχοντας υπηρετήσει την Ευρωπαϊκή Ακαδημία από το πόστο του προέδρου για πάνω από δυο δεκαετίες, και με την πείρα σας πίσω από την κάμερα, έχετε κάθε λόγο να διατυπώνετε άποψη για το περίφημο μέλλον του σινεμά ή, για αρκετούς σκεπτικιστές, για το τέλος του μέσου όπως το γνωρίζουμε. Είστε αισιόδοξος;
Ήμουν πεσιμιστής μέχρι πρότινος, αλλά εσχάτως συνειδητοποίησα ότι ο μεγάλος κίνδυνος που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία, το streaming, χάνει το momentum του, και μάλιστα πολύ γρήγορα. Ο κόσμος το σιχάθηκε, το προϊόν κλωνοποιείται σαν φόρμουλα που επαναλαμβάνεται, και τα νέα παιδιά απομακρύνονται, γιατί έχουν κάνει αρκετό binge watching. Η αίθουσα προτείνεται ως εξαιρετική εναλλακτική λύση, την ίδια στιγμή που η παλιότερη γενιά θυμάται πόσο ωραία εμπειρία είναι η θέαση από κοινού, χωρίς να αισθάνεται θύμα του αλγόριθμου.
— Θέλω πολύ να συμφωνήσω μαζί σας, αλλά μετά το lockdown πολλοί σηκώθηκαν από τον καναπέ τους για να παρακολουθήσουν live events, συναυλίες, θέατρο, κωμικούς επί σκηνής, ένα φαινόμενο που ξεπέρασε τα στενά όρια της Αμερικής.
Σωστά, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι storytelling. Μερικές συναυλίες ή κάποια stand-up προσπάθησαν να εφαρμόσουν ένα είδος αφηγήματος, αλλά μόνο το σινεμά είναι αγνό storytelling και μια τόσο ευχάριστη διαδραστική έξοδος. Οι νεότεροι θεατές έπρεπε να μπουχτίσουν με τα υποκατάστατα που τους ταΐζουν (ακόμη και το ΤikΤok δεν είναι τόσο γοητευτικό όσο στην αρχή) για δουν το δώρο που τους περιμένει μέσα στην αίθουσα. Έχουμε πολύ μέλλον ακόμα!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO