Τα χαμένα παιδιά στη Χώρα του Ποτέ όπως την αποτυπώνει ο Βασίλης Κεκάτος είναι παραβατικά λυκάκια που διασχίζουν με τροχόσπιτο την ελληνική επαρχία, μια παρέα σκαστών αγοριών και κοριτσιών που πλένουν και απλώνουν τα ρούχα των άλλων με ειλικρινή συμπάθεια (αν και το κάνουν ως βιτρίνα) και ληστεύουν ενεχυροδανειστήρια με πολλαπλά ανταποδοτικά οφέλη, αλλά και δυσκολίες στην εκτέλεση – παίζει και να μην καταδικαστούν για ιδεαλισμό, λόγω αμφιβολιών. Εκτός από εναλλακτικοί ιεραπόστολοι/Ρομπέν των Δασών και των δρόμων θα μπορούσαν να είναι μοναχικά φαντασματάκια που τα κάλεσαν σε παιχνίδι πνευμάτων χωρίς να τους εξηγήσουν τους κανόνες, όπως θέλει να πιστεύει η Χλόη, η όψιμη προσθήκη στην ομάδα, voyou και μαγκάκι, «αρπαγμένη» και φοβισμένη ταυτόχρονα, όπως όλα τα μέλη του γκρουπ με τον τρόπο τους, δραπέτισσα από μια τιμωρητική οικογένεια με απέχθεια στον αδελφό και αδυναμία στη μητέρα της. Η Δάφνη Πατακιά, κοφτή, επιθετικά αλλεργική στους περιδεείς και τους ψεύτες, φωτεινή σαν τον ήλιο όταν η τρυφερότητα τής προκύπτει σαν ηλεκτροσόκ, είναι το αγρίμι που επιτέλους εξημερώνεται από την εμπιστοσύνη των άλλων, με μια αισθαντικότητα που δεν συναντάς συχνά. Με το συχνά έκθαμβο, πάντα καθαρό βλέμμα της ο Βασίλης Κεκάτος, ένας ρομαντικός με οικονομία στον κινηματογραφικό του λόγο και πολιτική ματιά κάτω από την ανθρώπινη παρατήρηση, επισκέπτεται την άλλη πλευρά της Ελλάδας (δεν φοβάται τη λιακάδα, δεν κολλάει στις συννεφιές) σε ένα road movie για τη γενιά που έχει κάθε δικαίωμα να μιλάει πολύ, αλλά όχι πάντα το προνόμιο να ακούγεται όπως επιθυμεί – σαν άτυπη συνέχεια του τηλεοπτικού του «Milky Way». Η ταινία του, ένα ημερολόγιο εκρηκτικών αισθημάτων και απωθημένων, είναι ένα φιλόδοξο μικρό θηρίο που λειτουργεί καλύτερα στις ανάσες απ’ ό,τι στις προκηρύξεις του.

 

Οι Άγριες μέρες μας, μια μορφή συλλογικής αντίστασης περισσότερο παρά μια συγκρουσιακή επανάσταση, πιο κοντά σε ένα νεοχίπικο πνεύμα, ανθρωποκεντρικά συγχυτικό παρά μαντρωμένες σε αριστερό δογματισμό, δεν είναι τόσο αγριεμένες όσο υπονοεί ο τίτλος· περισσότερο συμβαίνουν στο μυαλό και στις καρδιές των παιδιών της παρέας, στη ζύμωση και στην οργανική δυναμική τους, στις μικρές μαγικές στιγμές που ξεφυτρώνουν όταν πέφτουν οι άμυνες και η lingo πόζα. Έχουν πλάκα στην περιπλανώμενη καθημερινότητά τους, και ερωτισμό (πολύ αισθησιακή η σκηνή στα… ρηχά), και μια πλοκή που οριακά αδυνατίζει τον στόχο της ταινίας – μερικές φορές διστάζει σε μια ρευστή αφηγηματικότητα ή μια ουτοπική ατμόσφαιρα που ίσως λειτουργεί καλύτερα στη φαρέτρα του Κεκάτου. Το σινεμά του έχει αυθάδεια και απαλότητα, command στον θίασο των ηθοποιών που έφτιαξε, παρά την τροχονόμηση μεγάλου επιτελείου (ανάμεσά τους και ο Λεξ σε σύντομη εμφάνιση-έκπληξη), καλό «αυτί» στη μουσική επιλογή, ενώ η υπόσχεση του Χρυσού Φοίνικα για τη μικρού μήκους Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς παραμένει ατόφια με το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους με τις Άγριες Μέρες μας που έκαναν παγκόσμια πρεμιέρα στην 75η Berlinale στο τμήμα Generation 14plus.