Η σπουδάστρια και μοντέλο Βαλεντίν χτυπάει κατά λάθος έναν σκύλο με το αυτοκίνητό της και, μέσα στο άγχος και τις ενοχές, τον πηγαίνει τραυματισμένο στον ιδιοκτήτη του, έναν συνταξιούχο δικαστή που δεν νοιάζεται ούτε για το ζωντανό, ούτε για την όμορφη νεαρή γυναίκα: τον ενδιαφέρι να κατασκοπεύει μέσω τηλεφώνου τις συζητήσεις των γειτόνων του, σαν πρώιμος hacker, βουτηγμένος στον κυνισμό και την αδιαφορία. Περίτεχνα διακλαδωμένο σε ένα πλέγμα συμπτώσεων που γεννούν δραματικές περιστάσεις, ο επίλογος της τριλογίας των χρωμάτων (της γαλλικής σημαίας και των εκφάνσεων της ελευθερίας) και κύκνειο άσμα του Πολωνού μαέστρου του σινεμά, Κριστόφ Κισλόφσκι, δυο χρόνια πριν τον θάνατο του, το 1996, είναι το πιο απόκοσμο έργο του πανέμορφου, σχεδόν ονειρικού τριπτύχου, ένα εννοιολογικό installation για το ευρωπαϊκό θυμικό, μέσα από ιστορίες μπερδεμένων προσώπων που πασχίζουν να οριοθετήσουν την ταυτότητά τους. Αν υποθέσουμε πως κρατά καθ’ υποκατάσταση τον ρόλο του απωθημένα ρομαντικού δικαστή με το παράνομο ηδονοβλεπτικό χόμπι, ο Κισλόφσκι πραγματεύεται τη ρευστότητα της εποχής του, και το κάνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο: σε πρώτο πλάνο ανοίγει διάλογο με τους θεατές μέσα από μια στιλιζαρισμένη αφήγηση, γεμάτη επιθυμία, απόγνωση και πολλές απορίες, και στο φόντο αφήνει να κυκλοφορούν οι ιδέες του για το προσωπικό δέσιμο και την κοινωνική “ένωση” (ενόσο η αισιόδοξη Ευρώπη δουλεύει πυρετωδώς σε έναν θεσμικό μπαράζ επιβολής νόμων και κανόνων), σαν καθρέφτης των χαρακτήρων που ψάχνουν τους σωσίες τους, και στο τέλος, μοιραία, διασταυρώνονται. Δια χειρός Κλιντ Ίστγουντ, το φεστιβάλ Καννών προσπέραασε εντελώς το Κόκκινο στα βραβεία, προτιμώντας πανηγυρικά το Pulp Fiction, και παρά το οτι ο Χάρβεϊ Γουάνστιν ανέλαβε την αμερικανική προώθηση της ταινίας και την έφερε στις υποψηφιότητες των Όσκαρ για την σκηνοθεσία και το σενάριο του Κριστόφ Πίσιβιτς (ο οποίος εξελίχθηκε σε συντηρητικό βουλευτή της Πολωνίας), το οριστικό τέλος του ευρωπαϊκού arthouse ήταν γεγονός.