Με τις «ρομποτιάδες» του Μάικλ Μπέι να έχουν αγγίξει εκτός από ποιοτικό και εισπρακτικό ναδίρ, οι παραγωγοί επιχείρησαν αλλαγής πλεύσης, από την οποία προέκυψε το Bumblebee. Το (χαλαρό) reboot του Kubo and the two strings που σκηνοθέτησε ο Τράβις Νάιτ πόνταρε στην αδυναμία μας για τα ’80s, προσέγγισε το θέαμα με μια κινηματογραφική φιλοσοφία τύπου Amblin και έδωσε για πρώτη φορά σημασία (και) στον ανθρώπινο παράγοντα. Από εκείνη την ταινία δεν θυμόμαστε τον ήχο δυο κομματιών λαμαρίνας που έρχονται σε σύγκρουση αλλά τη σχέση ενός κοριτσιού με το πρώτο της αυτοκίνητο – και το γκαγκ με τον Bumblebee να απορρίπτει έξαλλος την κασέτα με το «Never gonna give you up» του Ρικ Άστλεϊ.

 

Δυστυχώς, η κακή πίστη που δικαιολογημένα γέννησαν τα σίκουελ του Μπέι έκοψαν τα φτερά ή μάλλον έσκασαν τα λάστιχα της ταινίας, η οποία κινήθηκε χλιαρά στο box-office. Δεν τα πήγε άσχημα, μα τα έσοδα δεν δικαιολογούσαν την επένδυση σε μία ακόμα συνέχεια κινούμενη στο ίδιο μοτίβο, τουλάχιστον στα μάτια των ανθρώπων του στούντιο. Το Transformers: Rise of the beasts επαναφέρει το franchise στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις, διατηρώντας από εκείνη την ευχάριστη παρένθεση μόνο την επίκληση στο συναίσθημα της νοσταλγίας. Εδώ από τα ’80s περνάμε στα ’90s, οπότε έχουμε μπλουζάκια Power Rangers, tracklist απαρτιζόμενη από Wu Tang-Clan, Notorious B.I.G. και L.L. Cool J, μια Πόρσε 911 Carrera 2, καθώς και την προσθήκη των Mάξιμαλς, ζωόμορφων απογόνων των Transformers, που απέκτησαν δημοφιλία στα μέσα εκείνης της δεκαετίας χάρη στη σειρά animation «Beast Wars».

 

Οι Μάξιμαλς θα βοηθήσουν τον Όπτιμους Πράιμ και την παρέα του να εμποδίσουν τον (πολύ) κακό Σκερτζ να αποκτήσει ένα τεχνούργημα που επιτρέπει τη μετάβαση στον χώρο και στον χρόνο, ώστε να μπορέσει να έρθει στη Γη ο αφέντης του, ο Γιούνικρον, μια οντότητα που τρέφεται με κόσμους – ας πούμε κάτι σαν τον Γκαλάκτους, για τους φαν της Marvel. Οι άνθρωποι ξαναγίνονται κομπάρσοι, πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι και πάλι οι λαμαρίνες, μα τουλάχιστον προκρίνεται η αναλογικότητα στις αυτοκινητικές καταδιώξεις και η γεωγραφία της δράσης είναι πιο ευκρινής – κοινώς, δεν θα αναρωτιέστε πού βρίσκεται ο καθένας και ποιος βαράει ποιον, όπως στις ταινίες του Μάικλ Μπέι. Υπάρχει μια αφήγηση –μετά το Fast X ακόμα κι αυτό για προτέρημα το λογαριάζουμε‒, έστω και ανιαρή, μα όσο περνά η ώρα η αίσθηση που μένει είναι περισσότερο εκείνη της διατήρησης του brand name στην επικαιρότητα μέχρι την επόμενη κινηματογραφική εξόρμηση, η οποία, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε σπόιλερ, φαίνεται ότι θα επιβεβαιώσει το αξίωμα «η ισχύς εν τη ενώσει» με έναν φοβερά κυνικό τρόπο.