Αν κάτι μας χαροποίησε ιδιαίτερα παρακολουθώντας το Shang-Chi, είναι ότι η δημιουργική στροφή που φάνηκε να παίρνει η Marvel με το Avengers:Endgame και το Black Widow συνεχίζεται. Επιτρέπεται πια στις ταινίες να έχουν διακυμάνσεις, να έχουν εξάρσεις και παύσεις, αντί να κινούνται σε μια ευθεία γραμμή. Η μουσική θα χρησιμοποιηθεί για να δώσει δραματική έμφαση αντί να ακούγεται στο background, σε μια λογική σούπερ-μάρκετ. Και θα υπάρξει σπουδή στο χτίσιμο ενός set-piece, θα ξεκινήσει από κάπου πιο μινιμαλιστικά και, όσο περνά η ώρα, θα προστίθενται ευρήματα, ενώ θα προσεχθεί η χορογραφία (και η γεωγραφία) της δράσης. Θα θέλαμε, βέβαια, η παλαβομάρα αυτής της απίθανης σκηνής στο λεωφορείο να συνόδευε και τις σκηνές δράσης της υπόλοιπης ταινίας, που θα δανειστεί μερικά τρικ από το εγχειρίδιο του Ζανγκ Γιμού και από τις κλοτσοπατιναδες του Τζάκι Τσαν. Και σίγουρα θα θέλαμε να μην κορυφώνεται με αυτήν τη CGI κακοφωνία ‒ ποιος τη χρειάζεται, άλλωστε, όταν μια μονομαχία ανάμεσα στον Σίμου Λιου και τον Τόνι Λιουνγκ είναι απείρως πιο εντυπωσιακή;

 

Ο Σίμου Λιου παίρνει άριστα στο σκέλος της εκτέλεσης της δράσης, φέρει και συμπαθέστατη φυσιογνωμία, δεν έχει όμως το δραματικό εκτόπισμα για να αντεπεξέλθει στο οικογενειακό δράμα με την ίδια επάρκεια που αυτό ερμηνεύεται από τον Τόνι Λιουνγκ, ας πούμε, ο οποίος ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται συχνότερα από τους Δυτικούς σκηνοθέτες. Οι αυτοσχεδιασμοί της Ακουαφίνα συμπληρώνουν το παζλ, δίνοντας την κωμική νότα σε μια ταινία που, δίχως απαραίτητα να ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες του franchise, συντηρεί με επιτυχία το ενδιαφέρον γι’ αυτό.