Φόνος, ατύχημα ή αυτοκτονία; Το ερώτημα βασανίζει τον Μαξ ντε Γουίντερ για την απώλεια της λατρεμένης του συζύγου και η Ρεβέκκα στοιχειώνει το παλάτι που κάποτε πλημμύριζε από τον έρωτά τους. «Χθες ονειρεύτηκα το Μάντερλεϊ» είναι η κλασική εισαγωγική φράση της πρώτης αμερικανικής ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ ‒που ξεκινά με ένα ομιχλώδες μονοπλάνο και καταλήγει στο σκοτεινό γοτθικό σκηνικό της δεύτερης ευκαιρίας και απαλαίνει από το μουσικό σκορ του Φραντς Γουάξμαν και το φως στο παράθυρο‒, όπως την αφηγείται η φρέσκια και στη συνέχεια πολύπαθη κυρία Ντε Γουίντερ, μια άδολη νέα γυναίκα που ο ευειδής χήρος θα συναντήσει στο Μόντε Κάρλο ‒ της φαίνεται ψεύτικο, αν και σίγουρα λιγότερο απαίσιο από τη γηραιά προξενήτρα συνοδό της, την κυρία Βαν Χόπερ, η οποία φέρεται στον άνδρα σαν κελεπούρι και στην προστατευόμενή της ως πόρνη για δόλωμα.

 

Ακόμη και ανώνυμη σε όλη τη διάρκεια των 130 λεπτών, η Τζόαν Φοντέν κάνει την ταινία δική της, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη ένα κράμα φόβου και ερωτισμού, σμιλεμένου από τη ρομαντική παράδοση. Στη θέση της παραδοσιακής μοιραίας, παλεύει αξιοπρεπώς να αναδυθεί από μια πλεκτάνη της μοίρας που την προσπερνά. Ο Μαξ ντε Γουίντερ του Λόρενς Ολίβιε δεν την αποκαλεί ποτέ με το όνομά της κι έτσι ο θεατής δεν θα μάθει ποτέ πώς λέγεται η διάδοχος μιας φαινομενικά αναντικατάστατης παρουσίας.

 

Με μια νεκρή στον τίτλο και τη Δάφνη ντι Μοριέ συγγραφέα του πρωτοτύπου, η Ρεβέκκα δεν χωράει εύκολα σε μία από τις δύο προφανείς κατηγορίες, του θρίλερ μυστηρίου ή της αισθηματικής περιπέτειας. Παραδόξως, δεν πρόκειται ακριβώς για ταινία δημιουργού, παρά τις αναμφισβήτητες παρεμβάσεις του Χίτσκοκ στα βλέμματα, τις παύσεις και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ντεκουπάζ του.

 

Γυρισμένη το 1940, έναν χρόνο μετά τη σαρωτική επικράτηση του Όσα παίρνει ο άνεμος στα ταμεία και στα Όσκαρ, ο διαβόητα και ψυχαναγκαστικά control freak Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ είχε τον πρώτο και περίπου τον τελευταίο λόγο ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Ο Βρετανός σκηνοθέτης ήταν προσωπική μεταγραφή του μεγαλοπαραγωγού, αλλά δεν δίστασε να απορρίψει ολόκληρο το πρώτο σενάριο που του υπέβαλε, θεωρώντας πως απομακρύνεται ανεπιστρεπτί από το μυθιστόρημα που ήθελε να μεταφέρει πιστά, γιατί το αγαπούσε ιδιαίτερα. Ωστόσο, μαζί απέκλεισαν αναγκαστικά  το γεγονός ότι ο Ντε Γουίντερ ήταν ο δολοφόνος της Ρεβέκκας: ο κώδικας λογοκρισίας της εποχής απαγόρευε σε έναν εγκληματία να κυκλοφορεί ανενόχλητος στην κοινωνία, πόσο μάλλον να ερωτοτροπεί ατιμώρητος και, από πάνω, να παντρεύεται ξανά.

 

Αυτό που προκύπτει από την πρόσφατη «ανάγνωση» της ταινίας είναι η διχοτόμηση της συμπεριφοράς του. Ενώ η βλοσυρή οικονόμος Ντάνβερς της Τζούντιθ Άντερσον τιμά την προηγούμενη πυργοδέσποινα με άρρωστη προσκόλληση και επιθετική καχυποψία, ο Ντε Γουίντερ διστάζει μεταξύ της σεξουαλικής ορμής και της λεκτικής βίας. Την ποθεί, και αμέσως μετά την κακοποιεί. Κι ενώ στο Μόντε Κάρλο κοιτάζει απελπισμένος τη φουρτουνιασμένη Μεσόγειο, στην πατρική Κορνουάλη συχνά της φέρεται σαν να είναι υπηρέτρια, κατώτερη, και το χειρότερο, προσωρινή: στις αντιδράσεις της με αφορμή τις επιθέσεις που δέχεται από τον αριστοκράτη που χάνει την αγωγή του και ξεχνά ποια έχει απέναντί του οφείλεται η σπουδαία ερμηνεία της Φοντέν, η πιο ευάλωτη και αβοήθητη από τις συνολικά δυναμικές χιτσκοκικές ηρωίδες. Το ισορροπημένο και πολύ συχνά συναρπαστικό αποτέλεσμα δικαίωσε τους συντελεστές της Ρεβέκκας.

 

Ο Σέλζνικ απέσπασε το δεύτερο στη σειρά Όσκαρ Καλύτερης Παραγωγής, ο Χίτσκοκ κέρδισε το στοίχημα της προαγωγής σε μεγαλύτερα μπάτζετ στην πρώτη εθνική του Χόλιγουντ και η Φοντέν κέρδισε την εμπιστοσύνη του, και μαζί το Όσκαρ για την επόμενη ταινία μαζί του, τις Υποψίες.