Το ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικό είδος έχει την εξής ιδιαιτερότητα: αν το θέμα του παρουσιάζει ενδιαφέρον, αυτό μπορεί να υπερκαλύψει την απουσία της κινηματογραφικότητας, την τεχνική ανεπάρκεια και την ένδεια της παραγωγής.

Το φιλμ της Πάολας Ρεβενιώτη αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα νυχτερινό οδοιπορικό της ίδιας, της Μπέττυς Βακαλίδου και της Εύας Κουμαριανού στους δρόμους της Αθήνας σε μέρη όπου έκαναν τα πρώτα τους βήματα ως σεξεργάτριες.

Οι τρεις κυρίες έχουν άπειρες ιστορίες να αφηγηθούν και αλληλοσυμπληρώνονται. Η Βακαλίδου, με την ευγλωττία της, λειτουργεί ως ιστορικός και προχωρά σε απλές, πλην ουσιώδεις παρατηρήσεις που διαχωρίζουν το τότε με το τώρα, η Ρεβενιώτη, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία, κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις και πραγματοποιεί καίριες παρεμβάσεις όποτε η συζήτηση λοξοδρομεί, ενώ η Κουμαριανού λειτουργεί ως comic relief.

Η απουσία φίλτρου και η ελευθεροστομία τους ίσως ξενίσουν τους νεότερους, queer και μη θεατές που θα ήθελαν, ενδεχομένως, πιο politically correct τοποθετήσεις, αλλά κάτι τέτοιο θα έβλαπτε την αυθεντικότητα του εγχειρήματος. Άλλωστε οι τρεις τους δεν έχουν τίποτα να χάσουν, για να λογοκρίνουν τα λεγόμενά τους.

Όσο για τις «πικροδάφνες» του τίτλου; Αναφέρονται στα δέντρα που κάποτε κοσμούσαν τους σκοτεινούς παράδρομους όπου οι τρεις τους συναντούσαν πελάτες και εραστές. Σήμερα έχουν αντικατασταθεί από κολόνες, από νεότερα κτίρια, ακόμα και από χώρους πολιτισμού, όπως το Ίδρυμα Νιάρχος. Όπως πετυχημένα ακούγεται μέσα στο φιλμ, η σύγχρονη Αθήνα χτίστηκε πάνω σε «καύλα και σπέρμα».