Η παρέα του παρελθοντολάγνου Πίτερ Κουίλ, αθεράπευτα ερωτευμένου, συχνά πιωμένου και απωθημένα πικραμένου που η Γκαμόρα δεν τον αναγνωρίζει, επανέρχεται μετά την άνωθεν συγχώρεση και επαγγελματική αποκατάσταση του σκηνοθέτη Τζέιμς Γκαν για τα περασμένα-ξεχασμένα αμαρτωλά tweets του, και δέχεται απειλή από τον αστραποβόλο Γουόρλοκ Γουίλ Πάουλτερ που έχει μάνα την κωμικά νόστιμη, αν και δραματικά αναξιοποίητη Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι και θέλει να ανακτήσει τον Ρόκετ/Ρακούν Μπράντλεϊ Κούπερ για λογαριασμό ενός τεράστιου, μοχθηρού βιο-οργανισμού που διοικείται από έναν διεστραμμένο τύπο με ψευδαίσθηση θεϊκού μεγαλείου και μηδενιστικές, απάνθρωπες επιστημονικές φιλοδοξίες, τον Υψηλό Διαμορφωτή με ηθική μηδέν και συναίσθημα ακόμα πιο χαμηλό, κάτι που ξεχειλίζει στο τρίτο και τελευταίο μέρος μιας σειράς που δημιουργήθηκε ως lo-fi αντίδοτο στην ανεξέλεγκτη τεχνο-αδρεναλίνη των Εκδικητών. 

 

Ο Κρις Πρατ με τη Ζόι Σαλντάνα συνεχίζουν το βιολί της φαγωμάρας τους και οι Φύλακες συμμαχούν με τους Ολέθριους (και τον Σιλβέστερ Σταλόνε, σε ένα ακόμη άκαμπτο πέρασμα για την υστεροφημία του) σε μια αποστολή διάσωσης που παρουσιάζει σκηνογραφικό ενδιαφέρον, με παραφουσκωμένα παστέλ κόντρα στο χύμα της ροκ κατασκήνωσής τους, εκεί όπου κυριολεκτικά μαζεύουν τα κομμάτια τους για να πολεμήσουν για χάρη του πιο έξυπνου φιλαράκου τους, και σίγουρα πιο συμπαθή χαρακτήρα του franchise, ο οποίος, όπως κανείς δεν γνώριζε, κουβαλά ένα τσιπάκι στον μικροσκοπικό του εγκέφαλο, άξιο ολικής ισοπέδωσης. Παρά το κλιμακούμενο θέαμα και μια αίσθηση ρυθμού που ο Γκαν έχει κατακτήσει με την πρακτική και την επανάληψη, η παράσταση έχει όντως φτάσει στο κερδοφόρο τέλος της και τα 150 λεπτά της διάρκειας κορυφώνονται με μελοδραματική μελαγχολία και πολλά ενδιάμεσα αστειάκια εσωτερικής fandom κατανάλωσης.