Για τη βασική προβληματική που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της κοενικής φιλμογραφίας, τα έχουμε γράψει ήδη με αφορμή τις επανεκδόσεις του «Μεγάλου Λεμπόφσκι» και του «Μόνο Αίμα».  Εν συντομία είναι η εξής: μοναδικές σταθερές στο σύμπαν μας είναι η τυχαιότητα, ο θάνατος και ανθρώπινη απληστία. Αν εποίησε κάτι εν σοφία τον κόσμο μας, δεν ήταν ο (χριστιανικός) Θεός, αλλά το Χάος, ως μια απροσδιόριστη, ασχημάτιστη (μεταφυσική;) οντότητα που ενεργεί και ορίζει όσα είναι να συμβούν με τους δικούς της (μη) κανόνες, του οποίους ποτέ δεν θα μάθουμε. Μόνο που οι άνθρωποι, από αναίσχυντη αλαζονεία, από άσπιλη κι αμόλυντη βλακεία, από αγνή αφέλεια ή κι από τα τρία ταυτόχρονα, πιστεύουμε ότι μπορούμε να πάμε κόντρα στο Χάος και να το τιθασεύσουμε, ότι μπορούμε να αποκτήσουμε τον έλεγχο της κατάστασης.

Σε συνέπεια των παραπάνω, όταν οι χαρακτήρες του κοενικού σινεμά κάνουν σχέδια, οι Κοέν γελούν. Στο «Fargo» έχουμε ένα σεναριο-σταυροβελονιά, όπως θα το αποκαλούσαμε με όρους παλαιοκριτικής, όπου σχεδόν σε κάθε σκηνή ένα σχέδιο πάει στραβά, οδηγώντας συνήθως σε βίαιη ή ακόμα και φονική κατάληξη. Μόνο η έγκυος αστυνομικός - η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ σε μια μεταμόρφωση που της χάρισε το πρώτο της Όσκαρ- δείχνει να αντιλαμβάνεται τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος, να ξέρει κάτι που όλοι οι υπόλοιποι αγνοούν και γι’ αυτό έχει μια πιο ήρεμη προσέγγιση, κινούμενη, ενδεχομένως, για κάποιους από εμάς στα όρια της αφέλειας. Κατά κάποιον τρόπο είναι ένας χαρακτήρας που προοικονομεί την έλευση του Dude, ίσως της υπέρτατης χαρακτηρολογικής ενσάρκωσης της σοφίας και της ορθής στάσης απέναντι στα πράγματα -  πάντα εντός του πλαισίου της κοενικής κοσμοθεωρίας. 

 

Ο τακτικός διευθυντής φωτογραφίας τους από το «Μπάρτον Φινκ» και έπειτα, ο Ρότζερ Ντίκινς, μεριμνά ώστε να μην μπορείς να δεις πού σταματά το χιόνι – αν πχ. στο πρόσφατο «Women Talking» της Σάρα Πόλεϊ, ο ήλιος και τα χρώματα του ορίζοντα υποσχόνταν έναν καλύτερο κόσμο, εδώ δεν υπάρχει φως στο τούνελ, καμία αχτίδα φωτός, έχουμε βουτήξει στην καρδιά της κοενικής αβύσσου. Κι αν το σενάριο, με την παραδειγματική τιμωρία των άπληστων ηρώων και το επεξηγηματικό λογύδριο της ΜακΝτόρμαντ στον Πίτερ Στορμάρε, φαίνεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, να παραπέμπει σε μια ηθική ιστορία, είναι ακριβώς αυτή η απελπισία της εικονογραφίας, που αίρει τον καταλογισμό της ηθικολογίας κι αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο μαύρο κάτω από το χρώμα του λευκού που κυριαρχεί στο φιλμ – να μια ακόμα ειρωνική πινελιά. «Δεν σε καταλαβαίνω, είναι μια πανέμορφη μέρα», λέει η αστυνομικός στον εγκληματία, μα εμείς τίποτα πανέμορφο δεν βλέπουμε ούτε στη μέρα, ούτε, πολύ περισσότερο, σε όσα συνέβησαν κατά τη διάρκειά της. Στην πραγματικότητα, ούτε καν κάτι ουσιωδώς θερμό την περιμένει με την επιστροφή της στη συζυγική εστία, παρά μόνο ένας σύζυγος που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα κατορθώματά του στο ψάρεμα. Άλλωστε, αν είχαν αλλιώς τα πράγματα, δεν θα είχε κανονίσει να συναντήσει τον πρώην συμμαθητή της νωρίτερα στο έργο, στη μοναδική φορά που κάνει κι αυτή ένα σχέδιο, το οποίο, φυσικά, δεν εξελίσσεται όπως υποθέτουμε ότι το είχε φανταστεί. Απλώς η ίδια επιλέγει να εντοπίσει ομορφιά  στη μέρα (και στη ζωή της) κι αυτό είναι το μοναδικό ξεροκόμματο αισιοδοξίας  που μπορούν να πετάξουν οι Κοέν στο πιάτο σου.

 

Έχει χιούμορ και μπόλικο σαρκασμό το «Fargo», αλλά δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή, πιο σωστά, εάν έχεις το κουράγιο και τη θέληση να το κάνεις. Αν υπάρχει μια ένσταση που έχουμε να κάνουμε ως προς την αποθεωτική κριτική αποτίμηση της ταινίας στην εποχή της, είναι ότι ο καθολικός ενθουσιασμός εύλογα δεν θα μπορούσε να έχει λάβει υπόψη του την τελειοποίηση της κοενικής «συνταγής», τα αριστουργήματα που γέννησε η (ακόμα) πιο «μαύρη» περίοδός τους – αναφερόμαστε, με σειρά προτεραιότητας, στα «No Country for Old Men», «A Serious Man» και «Inside Llewyn Davis». Μάλλον η κριτική παραγνώρισε και το γεγονός ότι στο «Πέρασμα του Μίλερ» όλο αυτό ήταν κρυμμένο πίσω από την εξυπηρέτηση του είδους και της (συναρπαστικής) δραματουργίας κι απλώς έπρεπε να σκαλίσεις λίγο παραπάνω για να το εντοπίσεις. Κι αυτό ίσως να κάνει εκείνη τη δημιουργία ανώτερη, έστω κι αν το «Fargo» υπήρξε πιο επιδραστικό, παγίωσε τη θέση του διδύμου ανάμεσα στους κορυφαίους του αμερικανικού κινηματογράφου και γέννησε μια επιτυχημένη, ομώνυμη σειρά, συγγενέστερη με το κωμικό κοενικό ιδίωμα, παρά με το μακάβριο γαϊτανάκι της ταινίας. Ακόμα κι έτσι, το «Fargo» παραμένει μια από τις ταινίες των ’90s που πρέπει οπωσδήποτε να έχετε δει, έστω και μία φορά στη ζωή σας.