Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα Απιτσατπόνγκ Βιρασεθάκουλ ταξίδεψε ως την Κολομβία, εγκαταλείποντας κινηματογραφικά για πρώτη φορά την Ταϊλάνδη, για να περιγράψει τον μεταφυσικό τρόμο της Τζέσικα (Τίλντα Σουίντον) στο trip της προς την αλήθεια και τις ρίζες της.

 

Στα ρέοντα 136 λεπτά της διάρκειάς του, σαν από ένα παράλληλο σύμπαν, μου έρχονταν συνεχώς στον νου οι στίχοι του Νίκου Καρούζου «σα να μην υπήρξαμε ποτέ, κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη». Και ως γνήσια ιστορία φαντασμάτων, εξήγηση δεν δίνεται ποτέ στο σινεμά του Βιρασεθάκουλ, όπως και στην περίπτωση των δύο εραστών που «μια μουσική άξια των συγκινήσεών τους δεν άκουσαν», ωστόσο η Τζέσικα της αξιοθαύμαστα συγκεντρωμένης, σε απόλυτο έλεγχο των διακριτικών κινήσεών της, Σουίντον παίρνει αφορμή από έναν απόκοσμο γδούπο που την ξυπνά σε έναν εφιάλτη και την «επισκέπτεται» σε ανύποπτες στιγμές, για να συνδεθεί με ανθρώπους (που μπορεί να μην υπήρξαν) και τοπία (που ίσως έχει ξαναδεί), καταλύοντας τον χρόνο.

 

Ανάμεσα σε εσωστρεφή υπερβατικό διαλογισμό και χαμηλής πιστότητας επιστημονική φαντασία, το Memoria είναι ένα αταβιστικό ταξίδι στη μνήμη, άρα στη φιλοσοφία της ζωής, σοφού ηχητικού σχεδιασμού και τόσο ανοιχτού διαλόγου με την έννοια της αφήγησης, που αψηφά ακόμα και τον ρυθμό. Επειδή ακριβώς βυθίζεται στις απροσδιόριστες υπαρξιακές ρίζες, χωρίς να επιχειρεί έναν κύκλο στο στόρι, όπως στον Μπούνμι ή στο Tropical Malady, η βραβευμένη στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών ταινία αφήνει χώρο στον θεατή να προβάλλει τη δική του εκδοχή των γεγονότων ή, απλώς, να παρασυρθεί.