Ο Άρι Άστερ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις συμβάσεις του Χόλιγουντ που συνήθως οριοθετούν αυστηρά μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια ταινία είδους, ειδικά όταν πρόκειται για horror, και αυτό φαίνεται ήδη από την εισαγωγή της νέας του δημιουργίας. Έπειτα από το τραγικό συμβάν του πρώτου δεκαλέπτου, ο ήχος του θρήνου της Ντάνι, της ηρωίδας του «Μεσοκαλόκαιρου» που υποδύεται η Φλόρενς Πιού με ανατριχιαστική ακρίβεια και με μια μόνιμη αμφιβολία στο βλέμμα, η οποία εύλογα απορρέει από την τραυματισμένη της ψυχοσύνεθση, είναι ό,τι πιο ενοχλητικό έχουμε ακούσει σε αμερικανική ταινία τον τελευταίο καιρό. Είναι τόσο ρεαλιστικός ο οδυρμός, σαν να προέρχεται από τα κατάβαθα της ψυχής της, τόσο «μη σκηνοθετημένος» και συγγενής με την αρχαιοελληνική τραγωδία, που καταλαβαίνεις αμέσως ότι ο 33χρονος δημιουργός έχει τα κότσια να πάει κόντρα στο γυάλισμα και την ασφάλεια.


Κατά τη διάρκεια των 147 λεπτών της ταινίας (το αρχικό cut διαρκούσε 3 ώρες και 45 λεπτά, ενώ ο Άστερ ετοιμάζει κι ένα director's cut διάρκειας περίπου 3 ωρών) θα το αποδείξει πάμπολλες ακόμα φορές, με μερικούς τόσο σοκαριστικούς και εξίσου ενοχλητικούς τρόπους που η μνήμη δεν μπορεί να λησμονήσει εύκολα – μακριά ωστόσο από το torture porn και τα εύκολα gory ξεσπάσματα που ευδοκιμούν στο είδος. Ο τρόμος που φτιάχνει είναι εσωτερικός, δομείται κάτω από τον εκτυφλωτικό, άψογα φωτογραφημένο σουηδικό ήλιο του θερινού ηλιοστασίου, διόλου δεν κρύβεται σε σκιές, ενώ εκμεταλλεύεται την έννοια της ηθικής με πονηρό και διφορούμενο τρόπο, γι' αυτό και φωλιάζει κατευθείαν στο υποσυνείδητο. Αυτός είναι βέβαια και ο λόγος που πολλοί θεατές, ειδικά των multiplex, ενδεχομένως θα απογοητευτούν από τους αργούς ρυθμούς και την ιδιορρυθμία της ταινίας που μπορεί εύκολα να καννιβαλιστεί και να ξωκείλει στο γελοίο, καθώς οδεύει προς την γκροτέσκ κορύφωση – πράγμα που εξάλλου είχε συμβεί και με την περσινή «Διαδοχή», το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Άστερ.


Από την αρχή του ταξιδιού της παρέας των Αμερικανών συμφοιτητών στο κοινόβιο, όπου ένας εκ των μελών της μεγάλωσε, το ασύλληπτο ανάποδο traveling της κάμερας στη δασόβια διαδρομή κλείνει το μάτι στην έναρξη της «Λάμψης» του Κιούμπρικ και εισάγει μια παρόμοια αίσθηση απροσδιόριστης απειλής. Ένα κακό τριπ και η παγανιστική υποδοχή επιβεβαιώνουν πως κάτι δεν (θα) πάει καθόλου καλά σε αυτή τη σέχτα που γιορτάζει κάθε 90 χρόνια ένα «φεστιβάλ» με συγκεκριμένους κανόνες και εθιμοτυπικά γραμμένα σε ακατανόητους ρούνους. Δύο από τα αγόρια της ομάδας γοητεύονται από τη μοναδικότητα των τελετουργιών και φιλοδοξούν, με την άδεια των πρεσβυτέρων, να τις καταγράψουν στα πλαίσια των ανθρωπολογικών τους σπουδών. Θα πρέπει όμως αναπόφευκτα πρώτα να τις κατανοήσουν και να συμμετέχουν σε αυτές.


Έχοντας δείξει τις προθέσεις του από το μικρού μήκους αλησμόνητο «The Strange Thing About The Johnsons», όπου τόλμησε να αναποδογυρίσει ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού του δυτικού πολιτισμού σε μόλις 29 λεπτά, ο Άστερ, μετά από τη «Διαδοχή» και το «Μεσοκαλόκαιρο», τοποθετείται σε μια λίστα σύγχρονων δημιουργών –που θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει ονόματα όπως ο Μίκαελ Χάνεκε, ο Γιώργος Λάνθιμος και εσχάτως ο Τζόρνταν Πιλ–, των οποίων το σινεμά πρωτίστως καταφέρνει να ενοχλεί και να ξεβολεύει. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, μετά από δύο εξαιρετικές ταινίες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα (όπως εξάλλου και ο Πιλ, μετά το «Τρεξε!» και το φετινό «Εμείς»), να δούμε προς τα πού θα κινηθεί η καριέρα του και πώς θα εξελιχθεί καλλιτεχνικά, θεματικά και αφηγηματικά.