ΗΕξιλέωση χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο ήσυχο Σάρεϊ της δεκαετίας του ‘30 βράζει ο πόλεμος και μαγειρεύεται μια οικιακή τραγωδία. Η Μπριόνι Τάλιςγουστάρει το γιο της οικονόμου του σπιτιού, τον Ρόμπι, και το κακό είναι ότι νομίζει πως κι εκείνος παίζει ερωτικά μαζί της. Η 13χρονη δεν μπορεί να χωνέψει μια εικόνα που παρεξήγησε: τη μεγάλη αδελφή της Σεσίλια, βρεγμένη στο σιντριβάνι της έπαυλης και εκείνον να της λέει κάτι, μια σκηνή ανάμεσα σε καυγά και ερωτικό υπονοούμενο. Μια επιστολή που απευθύνει ο Ρόμπι στη Σεσίλια περιέχει τη λέξη «μουνί», που ακόμη και τώρα θα προκαλούσε, πόσω μάλλον στην Αγγλία των ανασηκωμένων φρυδιών του 1935. Η μικρή την παραλαμβάνει και την κοινοποιεί, αφού ενοχοποιεί τον Ρόμπι για έναν αποτρόπαιο βιασμό που εκείνος δεν έκανε ποτέ. Ο συνδυασμός της ερωτικής απογοήτευσης με το θυμό της Μπριόνι χωρίζει το ζευγάρι που πολύ πρόσφατα αντιλήφθηκε εκστασιασμένο το κρυφό του πάθος.

Η δεύτερη πράξη εκτυλίσσεται στην καρδιά του πολέμου. Η Σεσίλια έχει στερηθεί τα προνόμια της πλούσιας ζωής και υπνοβατεί ως εθελόντρια, μέσα στη μιζέρια και τις ενοχές. Το ζευγάρι είναι χωρισμένο από τις συνθήκες. Επιτρέψτε μου να μην αποκαλύψω την τρίτη πράξη. Σε όλη την ταινία έψαχνα τη Βανέσα Ρενγκρέιβ και τη βρήκα λίγο πριν το φινάλε, εκεί που η Μπριόνι έχει σηκώσει όλο το φορτίο και βρίσκει έναν ταιριαστό τρόπο να ζητήσει συγνώμη. Η απολογία όμως είναι ένα εύκολο μονοπάτι προς την άφεση αμαρτιών και συνοψίζει με σχηματικό τρόπο ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή την άρνηση ενός ανθρώπου, ανεξάρτητα από την αντικειμενική του ενοχή, να κατανοήσει το κακό που προξένησε. Η εξιλέωση προϋποθέτει πολύ χρόνο, πολύ κόπο, απίστευτο μαρτύριο, πραγματικό βάσανο, και πιθανώς την εξομοίωση του θύτη με το θύμα του. Πρέπει να φτάσει στο σημείο να του βγει η ψυχή από το στόμα έτσι ώστε το μέγεθος και η μορφή του λάθους να διατρέξουν το πνεύμα του. Η Μπριόνι διέπραξε ένα ολέθριο σφάλμα με τρομερή επίπτωση, τη μεγαλύτερη όλων, τη διακοπή της ζωής: σταμάτησε έναν έρωτα και μπλέχτηκε με τη μοίρα. Γι' αυτό και η τελική στιγμή της συνειδητοποίησης είναι σπουδαία στην ταινία, καθόλου μελοδραματική, και όχι άμεσα συγκινητική. Δεν μπορώ να την ξεχάσω, γιατί μέσα μου λειτουργεί ως ορισμός της ερωτικής επιθυμίας (ιδωμένος από την ιδανική ματιά ενός τρίτου προσώπου σε αυτή την περίπτωση), της επιθυμίας εκείνης που δεν έχει προλάβει να καεί στην πράξη και μένει σαν φλόγα της ανάμνησης στην πυρά της τραγωδίας και της απώλειας.

Και αυτή είναι μόνο μία από τις διαστάσεις της ταινίας. Τεχνικά, από τη μουσική τουΜαριανέλι, την αλαβάστρινη φωτογραφία, και ένα μοντάζ που δημιουργεί χρονικές ψευδαισθήσεις, φτιάχτηκε ένα σύμπαν κινηματογραφικότατο, μακριά από το ψυχρό ξεφύλλισμα μυθιστορήματος. ΗΝάιτλι αποδεικνύεται χαρισματική, μια βαμπ του έρωτα, άψογα ραμμένη με το ύφασμα της προπολεμικής Αγγλίας, και υπέρκομψη σε βαθμό λιποθυμίας (ειδικά με το μαγιό και την πράσινη τουαλέτα). Ο εργατικής καταγωγής νέος άνδρας που πλάθει ο Μακαβόι διαθέτει δύναμη εσωτερική, και παλεύει με την κουλτούρα και το πάθος του σε ένα βουνό από προβλήματα. Έχει ένα κλειδί που το χρησιμοποιεί περίφημα, ωστόσο: έχοντας λάβει αγάπη από τη μάνα του (Μπρέντα Μπλέθιν), οι καλοί τρόποι του έρχονται αβίαστα και η χάρη του απαλύνει τις τελευταίες του ώρες (αντίθετα, προσέξτε πόσο διαφορετικά, με μένος, τον «αναγιγνώσκει» η Μπριόνι, σε μια από τις περίτεχνες, φανταστικές σκηνές). Είναι ονειροπόλος και έντονος, αφοπλιστικός, αυθεντικά καλός άνθρωπος αλλά πολύ περίπλοκος. Η Νάιτλι είναι το πρόσωπο της ταινίας και ο Μακαβόι τα χέρια της - με το που τα αντικρίζεις, σου αποκαλύπτουν την αλήθεια.