Ο Ο Τζέιμς Κάμερον δίνει τρεις διαστάσεις σε μια διαστημική όπερα που έχει ρίζες στην ελληνική μυθολογία, με τη νύμφη Άβα να έχει σεναριακά μετεξελιχθεί σε δέντρο των ψυχών με την ονομασία Έιβα, τον οργανικό τόπο που οι περίπου ανθρωποειδείς ιθαγενείς Ναβί (οι αρχαίοι πολεμιστές Άβαντες;) θεωρούν ως το μεταφυσικό κέντρο του δικτύου των έμβιων όντων και της βλάστησης του πλανήτη Πανδώρα.

 

Τη συγκεκριμένη ζούγκλα θέλουν να καταστρέψουν γήινοι παρείσακτοι για να αποσπάσουν ένα πανάκριβο και θαυματουργό ορυκτό. Τα γαλάζια όντα με τα κίτρινα μάτια, την ουρά και το δυναμικό DNA αντιστέκονται στον βάρβαρο εκπολιτισμό και στην εκπαραθύρωσή τους από την ιδιαίτερη πατρίδα τους με σοφία και αντοχή που παραπέμπει στους σκλαβωμένους Αφρικανούς, στους κατατρεγμένους κατοίκους του Αμαζονίου και κυρίως στους πολύπαθους υπερήφανους Ινδιάνους που συνδέονταν με τα πνεύματα και τα στοιχεία της φύσης.

 

Οι Αμερικανοί παίζουν πολιτικά παιχνίδια στην πλάτη τους και ένας υπερμιλιταριστής συνταγματάρχης, αναφορά στον Μπους, ανυπομονεί να τους θερίσει. Όμως μια επιστήμονας (εξαιρετική η Σιγκούρνι Γουίβερ στη μοναδική αξιοπρόσεκτη ερμηνεία) και ένας παραπληγικός στρατιώτης παλεύουν στο πλευρό των Ναβί, έχοντας αντικατασταθεί σωματικά από Avatar, ενσάρκωση των Ναβί με όλα τα χαρακτηριστικά τους, ενώ είναι ακόμα καλωδιωμένοι σε ειδικό θάλαμο.

 

Παρά τους ιστορικούς δανεισμούς, ο Κάμερον στήνει ένα σύμπαν από την αρχή. Η δύναμη της ταινίας του είναι η ικανότητά της να μεταφέρει τον θεατή, σαν ένα όχημα που τρυπάει τις διαστάσεις και εισχωρεί σε έναν διαφορετικό κόσμο που έχει κάποιες ομοιότητες με τον δικό μας, για να γίνει η ταύτιση, και πολλές διαφορές, για να προκαλέσει ανεξίτηλη εντύπωση. Δεν μένει μόνο στο πυροτέχνημα της τεχνολογίας. Η κάμερα υφαίνει αβίαστα τη δράση στο δράμα και κάνει ό,τι θέλει: κοντινά, ζενερίκ, πλονζέ, γύρισμα στο χέρι, ψηφιακές συνθέσεις, καταδύσεις, άπειρους συνδυασμούς ζωντανών και κατασκευασμένων εικόνων που χορεύουν ασταμάτητα στα 163 λεπτά που διαρκεί το φιλμ. Η μεγάλη διάρκεια δεν ενοχλεί. Αντίθετα, το προφανές μήνυμα αυτής της πράσινης ταινίας είναι μάλλον τετράγωνο, προβλέψιμο και νοικοκυρεμένο.

 

Το Avatar είναι η φυσική συνέχεια της Αβύσσου, με την υποβρύχια καθησυχαστική θεότητα να έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο επίκαιρη, ενεργειακή Σοφό που υποκαθιστά συμβολικά την κατεστραμμένη Γη και επιτίθεται στους άπληστους για να αμυνθεί και να επιβιώσει. Ο Κάμερον δίνει την αίσθηση πως παρασύρεται κι αυτός από το κουτί που άνοιξε.

 

Οι πιο πονηροί θα καγχάσουν με το γεγονός πως έχει ήδη κυκλοφορήσει το βιντεογκέιμ που συστήνει τους χαρακτήρες στους υποψήφιους παίχτες ‒ η κίνηση ωστόσο είναι εύλογη. Ποτέ ο Κάμερον δεν αποσυνδέθηκε από την περιέργειά του για τις δυνατότητες του σινεμά και επιπλέον πρέπει να αποσβέσει την επένδυση των 300 εκατομμυρίων παντί τρόπω. (Όπως αποδείχθηκε, είχε απόλυτο δίκιο, καθώς η ταινία είναι στο Νο1 όλων των εποχών, έχοντας αγγίξει τα 3 δισ. δολάρια σε εισπράξεις, πάνω και από το τελευταίο επεισόδιο των Avengers, μετά την πρόσφατη επανακυκλοφορία του στις κινεζικές αίθουσες).

 

Το πρόβλημα στο Avatar, αντίθετα από τον Τιτανικό, είναι πως το δραματικό του υλικό, συγκινητικό μερικές φορές, ειδικά όταν η ατρόμητη Νεϊτίρι και ο ανδρείος Τζέικ λένε «Σε βλέπω», εννοώντας «γνωρίζω την καρδιά σου», δεν συναγωνίζεται την περιπέτεια. Στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών η διαδρομή ήταν επική, γεμάτη σκοτεινές στροφές και ψυχικές αντιστροφές. Στο Avatar οι τρεις διαστάσεις της εικόνας, ένα μικρό θαύμα δίχως άλλο, σπάνια ξεπερνούν την ευθύγραμμη πορεία του στόρι.